Πολιτικές ενίσχυσης των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων

Οι μορφές χρηματοδότησης, η απλοποίηση της φορολογίας, η αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας, η απλούστευση των διαδικασιών αδειοδότησης, η βελτίωση της πρόσβασης σε δημόσιες συμβάσεις και οι προϋποθέσεις για σωστή εφαρμογή τους


ΑΦΙΕΡΩΜΑ - Η Δυναμική των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων

του ΤΙΜΟΘΕΟΥ ΡΕΚΚΑ,
Αναπληρωτή Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επιχειρηματικότητας και Μικρών – Μεσαίων Επιχειρήσεων του Υπουργείου Ανάπτυξης

 

Οι Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (ΜμΕ) αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων. Διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στη δημιουργία εθνικού εισοδήματος και στην επίτευξη κοινωνικής συνοχής, καθώς συμβάλλουν σημαντικά στη δημιουργία θέσεων εργασίας και προστιθέμενης αξίας στην οικονομία. Υπολογίζεται ότι περίπου 100 εκατομμύρια άνθρωποι απασχολούνται σε 24 εκ. ευρωπαϊκές ΜμΕ οι οποίες παράγουν περισσότερο από το ήμισυ του ευρωπαϊκού παραγόμενου προϊόντος. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και σύμφωνα με τον ορισμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Σύσταση 361/2003), οι ΜμΕ αποτελούν το 99,8% του συνολικού αριθμού των επιχειρήσεων, δημιουργούν το 64,4% της απασχόλησης και το 51,8% της προστιθέμενης αξίας στην ευρωπαϊκή οικονομία. Αναγνωρίζοντας το θεμελιώδη ρόλο των ΜμΕ για την κοινωνική συνοχή και την οικονομική και περιφερειακή ανάπτυξη και λαμβάνοντας υπόψη την Ευρωπαϊκή Πράξη για τις ΜμΕ που δημοσιεύθηκε το 2008, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε το 2020 την Ευρωπαϊκή Στρατηγική για τις ΜμΕ, δίνοντας έμφαση στον ψηφιακό μετασχηματισμό, την πράσινη μετάβαση και την καινοτομία. To 2023 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε την Ανακοίνωση SME Relief Package (COM(2023) 535 final/12.9.2023) στην οποία συμπεριλαμβάνεται δέσμη προτάσεων για την εφαρμογή δημόσιων πολιτικών για την αντιμετώπιση των καθυστερήσεων πληρωμών από ιδιωτικούς και δημόσιους φορείς προς ΜμΕ, την απλοποίηση της φορολογίας, την καλύτερη νομοθέτηση που θα λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες των ΜμΕ, την απλοποίηση των διαδικασιών και απαιτήσεων υποβολής εκθέσεων που απορρέουν από την ευρωπαϊκή νομοθεσία, και του ελλείμματος δεξιοτήτων στο πλαίσιο μίας παγκόσμιας ψηφιοποιημένης οικονομίας.

Στην Ελλάδα η επίδραση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας στην οικονομία είναι μεγαλύτερη σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-27 καθώς οι ΜμΕ αποτελούν το 99,9% των επιχειρήσεων και περίπου 9 στους 10 εργαζομένους απασχολούνται σε ΜμΕ

Στην Ελλάδα η επίδραση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας στην οικονομία είναι μεγαλύτερη σε σχέση με το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς οι ΜμΕ αποτελούν το 99,9% των επιχειρήσεων της χώρας. Περίπου 9 στους 10 εργαζόμενους στην Ελλάδα εργάζονται σε ΜμΕ οι οποίες συνεισφέρουν κατά 67% στη δημιουργία προστιθέμενης αξίας στην ελληνική οικονομία. Το 94,7% των ελληνικών επιχειρήσεων είναι πολύ μικρές, απασχολούν δηλαδή λιγότερους από 9 εργαζόμενους και έχουν κύκλο εργασιών μικρότερο των 2 εκ. €,  ενώ στην κατηγορία των μικρών επιχειρήσεων, αυτών δηλαδή που απασχολούν από 10 έως 49 εργαζόμενους και έχουν κύκλο εργασιών από 2 έως 10 εκ. €, ανήκει το 4,8% των ελληνικών επιχειρήσεων. Συνολικά, το 99,5% των ελληνικών επιχειρήσεων είναι πολύ μικρές και μικρές, οι οποίες δημιουργούν το ήμισυ της προστιθέμενης αξίας στην εθνική οικονομία και σε αυτές εργάζεται το 75% του εργατικού δυναμικού της χώρας. Από την ανάλυση της κατανομής των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων προκύπτει ότι περίπου οι μισές ΜμΕ δραστηριοποιούνται στις υπηρεσίες και ακολουθεί το εμπόριο, η μεταποίηση και οι κατασκευές (Eurostat, Structural Business Statistics).  
 

Ο ρόλος τους στην κοινωνική συνοχή

H μικρομεσαία επιχειρηματικότητα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κοινωνική συνοχή και την οικονομική ανάπτυξη, όπως προκύπτει από μελέτες και έρευνες που δημοσιεύονται, τόσο σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, όσο και σε εθνικό επίπεδο (Υπουργείο Ανάπτυξης/Εθνικό Παρατηρητήριο ΜΜΕ, ΙΜΕ/ΓΣΕΒΕΕ, ΙΝΕΜΥ/ΕΣΕΕ). Η ενίσχυση των ΜμΕ αποτελεί προτεραιότητα ιδίως σε χώρες που έχουν περάσει διαδοχικές κρίσεις, ένα φαινόμενο με στοιχεία μονιμότητας που έχει έντονες κοινωνικές διαστάσεις και διάφοροι ερευνητές αποκαλούν «permacrisis» (Τζαγκαράκης Σ., 2023, Το Κοινωνικό Κράτος στην Ελλάδα, εκδόσεις Τζιόλα). Η περίπτωση της Ελλάδας την τελευταία δεκαπενταετία είναι χαρακτηριστική, καθώς λόγω της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας και των αρνητικών ρυθμών ανάπτυξης το διάστημα 2008-2013, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν μειώθηκε συνολικά κατά 24,9%, ενώ το χρονικό διάστημα της κρίσης είναι το μεγαλύτερο σε διάρκεια που έχει εμφανισθεί στα παγκόσμια χρονικά (Λιαργκόβας, 2020, Δέκα χρόνια κρίση, τρία μνημόνια και μία πανδημία, σελ. 33-34, εκδόσεις Πατάκη). Η μείωση του εθνικού εισοδήματος και η μεγάλη χρονική διάρκεια της κρίσης σε συνδυασμό με τις αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας και της αύξησης του ενεργειακού κόστους λόγω του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, επηρέασαν σημαντικά την ελληνική οικονομία και κατ’ επέκταση την ελληνική μικρομεσαία επιχειρηματικότητα.  

Η υλοποίηση δημόσιων πολιτικών για την ενίσχυση των ΜμΕ είναι κρίσιμο να βασίζεται σε αξιόπιστα δεδομένα θεσμοθετημένων μηχανισμών της δημόσιας διοίκησης

Η ενίσχυση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας επιχειρείται μέσω δημόσιων πολιτικών που προσπαθούν να επιλύσουν ένα δημόσιο πρόβλημα, όπως η πρόσβαση των ΜμΕ σε  χρηματοδότηση που προκύπτει λόγω της αποτυχίας της αγοράς να καλύψει τη ζήτηση κεφαλαίων και έχει ως συνέπεια τη δημιουργία χρηματοδοτικού κενού στην οικονομία. Η πρόσβαση σε χρηματοδότηση είναι μείζον πρόβλημα για τις ελληνικές ΜμΕ από την περίοδο της οικονομικής κρίσης κι εντεύθεν (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Survey on Access to Finance). Σε αυτή την περίπτωση, οι δημόσιες πολιτικές επικεντρώνονται στην κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού μέσω προγραμμάτων κρατικών ενισχύσεων με τη μορφή επιχορηγήσεων και χρηματοδοτικών εργαλείων δανειακού ή κεφαλαιακού τύπου, όπως τα προγράμματα επιδότησης επιτοκίου ή παροχής εγγυήσεων που παρέχονται μέσω της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας ή της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων σε συνεργασία με χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Οι επιχορηγήσεις αποτελούν μη επιστρεπτέες μορφές ενίσχυσης, ενώ τα χρηματοδοτικά εργαλεία δανειακού ή κεφαλαιακού τύπου χαρακτηρίζονται από τη δυνατότητα μόχλευσης δημόσιων και ιδιωτικών πόρων και την υποχρέωση μελλοντικής επανεπένδυσής τους. Η επικέντρωση στην κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού κινητοποιεί σημαντικούς – κατά κύριο λόγο – δημόσιους πόρους, καθώς και πόρους από ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, χωρίς όμως να ικανοποιεί τη ζήτηση κεφαλαίων (Mazzucato 2024, “Reimagining financing for the SDGs: from filling gaps to shaping finance”, UN DESA Policy Brief, No. 170). Λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις του κανονιστικού πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι εξαιρετικά κρίσιμο οι σχεδιαζόμενες δημόσιες πολιτικές για την ενίσχυση των ΜμΕ να είναι εστιασμένες στη δημιουργία προστιθέμενης αξίας στην οικονομία.    

Οι δημόσιες πολιτικές για την ενίσχυση των ΜμΕ δεν περιορίζονται αποκλειστικά στο ζήτημα της χρηματοδότησης. Περιλαμβάνουν επίσης την υιοθέτηση μέτρων, όπως η απλοποίηση της φορολογίας, η αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας, η καλύτερη νομοθέτηση, η απλούστευση των διαδικασιών αδειοδότησης των επιχειρήσεων, η βελτίωση της πρόσβασης σε δημόσιες συμβάσεις, η παροχή κινήτρων για την υιοθέτηση καινοτόμων μεθόδων κ.λπ., καθώς και πρωτοβουλίες που σχετίζονται με την αναβάθμιση επαγγελματικών δεξιοτήτων για την προσαρμογή των ΜμΕ στις σύγχρονες απαιτήσεις της ψηφιακής και πράσινης οικονομίας. Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση δημόσιων πολιτικών για την ενίσχυση των ΜμΕ απαιτεί πολυσύνθετη ανάλυση και για το λόγο αυτό, είναι κρίσιμο να βασίζεται σε αξιόπιστα δεδομένα θεσμοθετημένων μηχανισμών της δημόσιας διοίκησης όπως το Εθνικό Παρατηρητήριο ΜμΕ και λιγότερο σε εκ των προτέρων αξιολογήσεις που διενεργούνται στη βάση αμφιλεγόμενων υποθέσεων. Η ενίσχυση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας είναι απαραίτητο να αποτελεί σημαντικό συστατικό των δημόσιων πολιτικών για την οικονομική ανάπτυξη με στόχευση στη δημιουργία προστιθέμενης αξίας στην οικονομία, την ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή.   

 

Επιστροφή στο ΤΕΥΧΟΣ 56ο – ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2025