Η περίπτωση του Βάσου Μαυροβουνιώτη
Τα οικογενειακά αρχεία ως είδος ιστορικής μαρτυρίας αποκαλύπτουν με αμεσότητα κοινωνικές καταστάσεις, οικονομικά δεδομένα, πολιτισμικές πρακτικές. Για τον λόγο αυτόν, το κατάστιχο «των καθημερινών εξόδων οσπητίου του 1834» του νοικοκυριού της οικογένειας του οπλαρχηγού της Επανάστασης Βάσου Μαυροβουνιώτη, καθώς και τα συνοδευτικά οικονομικά έγγραφα στοιχειοθετούν μια πολύτιμη μαρτυρία για την καθημερινότητα, την καταναλωτική συμπεριφορά, τα έσοδα και την επαγγελματική-περιουσιακή στρατηγική της συγκεκριμένης οικογένειας, που είναι κομμάτι ενός ευρύτερου συνόλου, δηλαδή των ανερχόμενων νεο-αθηναϊκών οικογενειών της μετεπαναστατικής εξουσίας. Ταυτόχρονα, το υλικό αυτό συνιστά πηγή πληροφοριών για τις τιμές των αγαθών και τα ημερομίσθια της εποχής.
Αγωνιστής του 1821, δημόσιος λειτουργός και επιχειρηματίας, μεταμορφώθηκε σε λαμπρή προσωπικότητα της μετεπαναστατικής εξουσίας
Οι πληροφορίες που διαθέτουμε μέσα από το εν λόγω κατάστιχο αφορούν ένα εμβληματικό έτος της ιστορίας της Αθήνας, αλλά και της ίδιας της οικογένειας Μαυροβουνιώτη. Από τη μια μεριά, η μικρή σε μέγεθος, αλλά ξακουστή από την αρχαιότητα πόλη ανακηρύσσεται πρωτεύουσα του κράτους και γίνεται πόλος έλξης ποικίλων κοινωνικών ομάδων. Από την άλλη, το 1834 συνιστά μια σημαντική στιγμή για τον Βάσο Μαυροβουνιώτη, καθώς από επιφανής «άτακτος» οπλαρχηγός εγκαθίσταται με την οικογένειά του στην Αθήνα ως συνταγματάρχης-ακόλουθος και νομοεπιθεωρητής Αττικής και Βοιωτίας, φημισμένος για την ανδρεία του και τις στρατιωτικές του νίκες. Χωρίς να ανήκει στα αρματολίτικα τζάκια και παρά τις ελάχιστες γραμματικές του γνώσεις, μεταμορφώνεται σε λαμπρή προσωπικότητα της μετεπαναστατικής εξουσίας. Όμως, παράλληλα με την υιοθέτηση ενός νεωτερικού τρόπου ζωής, δεν εγκαταλείπει ούτε βασικές παραδοσιακές αξίες και συμπεριφορές, ούτε και τους δεσμούς του με την επαρχία.
Στο κατάστιχο η καταχώρηση των πληροφοριών γίνεται από τρίτο άτομο, όπως άρμοζε σε επιφανή οικογένεια. Πρόκειται για τον Δημητρό Ιωαννίτη, ο οποίος ήταν ο ταμίας του «Οίκου», καθώς ούτε ο Βάσος ούτε και η σύζυγός του βαστούσαν χρήματα. Μάλιστα, πάντα κυκλοφορούσαν δημόσια με συνοδεία υπηρετών. Σε μία εποχή όπου η ληστεία ήταν διαδεδομένη, η συνήθεια αυτή δεν φαντάζει σαν εισαγόμενος από τη Δύση «νεωτερισμός», αλλά ως στρατηγική προστασίας. Στο συγκεκριμένο κατάστιχο ο Μαυροβουνιώτης καταγράφεται ως «Αρχηγός» και η σύζυγός του Ελέγκω ως «Κοκκώνα», την οποία λίγα χρόνια νωρίτερα είχε απαγάγει –με τη συναίνεσή της– από τον τότε σύζυγό της, που ανήκε σε αρχοντική οικογένεια της Κέας.
Ο χώρος όπου εγκαθίσταται η οικογένεια στην Αθήνα είναι ένα ιδιάζον κράμα. Χωρίς να έχει την πολυτέλεια των αρχοντικών της Αθήνας της εποχής, η οικία της οδού Αγχέσμου (νυν Βουκουρεστίου) 28 προσέφερε άνετη διαβίωση στην πενταμελή οικογένεια, είχε χώρους για τους πολυάριθμους υπηρέτες και υποδομή για δεξιώσεις. Το σπίτι διέθετε επίσης στάβλους και αποθήκες για τα προϊόντα από τα κτήματα του Βάσου και της Ελέγκως. Από την άλλη, η καταναλωτική συμπεριφορά της οικογένειας ήταν ένα γοητευτικό μείγμα νεωτερισμού (με ψήγματα νεοπλουτισμού) και παραδοσιακής οικονομίας: αγορές από μαγαζιά της Αθήνας, αλλά και ιδιοκατανάλωση αγαθών από τα κτήματά τους. Η διατροφή τους ήταν ένας συνδυασμός λιτότητας και εκζήτησης. Έτρωγαν όσπρια και σαρδέλες, αλλά και χαβιάρι και πολύ συχνά κρέας. Οι βεγκέρες τους ήταν πολυέξοδες, με καλεσμένους τον Όθωνα και τη συνοδεία του, ντόπιους και ξένους αξιωματούχους. Όντας όμως οι ίδιοι «αυτόχθονες», δεν συναναστρέφονταν «ετερόχθονες» εμποροεπιχειρηματίες.
Πολυέξοδος ήταν και ο ευπρεπισμός του ζεύγους, με αρκετές πολυτελείς αγορές από το Ναύπλιο, την πρώτη πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Ο Μαυροβουνιώτης, όταν δεν φορούσε τη στρατιωτική του στολή, ντυνόταν με μια περίτεχνη φουστανέλα – μάλιστα, έτσι τον ζωγράφισε ο Νικηφόρος Λύτρας και άλλοι καλλιτέχνες της εποχής. Αντίθετα, η Ελέγκω προσαρμόστηκε γρήγορα στην υψηλή της θέση, αρχίζοντας να ντύνεται με την τελευταία επιταγή της δυτικοευρωπαϊκής μόδας.
Ο Μαυροβουνιώτης είχε κύρια διασκέδαση το κυνήγι και ήταν γραμμένος σε λέσχη. Ο ελεύθερος χρόνος της Ελέγκως συμπεριλάμβανε περιπάτους με το άτι της, μαθήματα γαλλικών και κιθάρας. Σε αντίθεση με εκείνον, η Ελέγκω ακολουθούσε μία προσωπική στρατηγική εξευρωπαϊσμού. Αξιοσημείωτο είναι ότι διαχειριζόταν μόνη της την κτηματική της περιουσία και, όταν έλειπε ο σύζυγός της, επέβλεπε και τα δικά του κτήματα. Το ότι αυτά τα δύο άτομα ήταν ζευγάρι καταδεικνύει και την ύπαρξη ανοικτών οριζόντων ως προς τη διαφορετικότητα.
Ως προς τα έσοδα της οικογένειας, ο μισθός του Βάσου μόλις κάλυπτε τις μισές δαπάνες της. Τα άλλα έσοδα προέκυπταν από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες και των δύο. Ήδη κατά τη διάρκεια και παράλληλα με την πρωταγωνιστική του συμμετοχή στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, ο Μαυροβουνιώτης διεύρυνε την οικονομική του επιφάνεια ως γαιοκτήμονας και επιχειρηματίας. Αυτή η οικονομική στρατηγική ήταν, την εποχή εκείνη, μεταξύ των αγωνιστών η μόνη οικονομική διέξοδος στην ανέχεια. Το 1834 τα εισοδήματα της οικογένειας Μαυροβουνιώτη ήταν μεγάλα και είχαν πολλαπλή προέλευση. Προέρχονταν από τον μισθό που λάμβανε από το κράτος, την υπενοικίαση προσόδων και συγκεκριμένα της δεκάτης από το λάδι στη Χασιά Αττικής (που εξασφάλισε λόγω των διασυνδέσεων με το κράτος), εισοδήματα από τα τσιφλίκια του σε Αττική, Βοιωτία και Φωκίδα, αλλά και τον δανεισμό χρημάτων. Λειτουργούσε δηλαδή ο ίδιος ταυτόχρονα ως γαιοκτήμονας, έμπορος και τοκογλύφος, με τη λαμπρή επικάλυψη της θέσης του ως αξιωματικού!
Επιγραμματικά, αυτή η μελέτη περίπτωσης αναδεικνύει σε μικροεπίπεδο δύο στοιχεία που έχουν κεντρική θέση στην ευρύτερη συζήτηση για τις αλλαγές που επέφερε η Ελληνική Επανάσταση. Το πρώτο στοιχείο είναι ότι η Επανάσταση μεταμόρφωσε τους Έλληνες από εξεγερθέντες Οθωμανούς υπηκόους σε πολίτες ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους δικαίου. Το δεύτερο στοιχείο αφορά τις ενδογενείς αντιφάσεις μέσα στην κοινωνία: Όντας φτωχοί, οι πολίτες του νεοελληνικού κράτους διατηρούσαν αναγκαστικά πρακτικές από την προνεωτερική ανταλλακτική οικονομία σε είδος. Εκείνο που έχει ιστορική σημασία είναι ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ νεωτερισμού και παράδοσης υπήρξε για αρκετό καιρό λεπτή και αμφιταλαντευόμενη τόσο μέσα στο κράτος όσο και στις ζωές των ανθρώπων με ηγετική παρουσία.
Βιβλιογραφία
Στέφανος Παπαγεωργίου – Ιωάννα Πεπελάση-Μίνογλου (1988), Τιμές και αγαθά στην Αθήνα (1834): Κοινωνική συμπεριφορά και οικονομικός ορθολογισμός της οικογένειας Βάσου Μαυροβουνιώτη. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.