Η Ελλάδα στην εποχή του Μεγάλου Πληθωρισμού

Γιατί η δεκαετία του 1970 είναι μια «χαμένη δεκαετία» για την ελληνική οικονομία


ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΜΕΛΕΤΩΝΤΑΣ ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΤΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ

 

ΣΟΦΙΑ ΛΑΖΑΡΕΤΟΥ, Ερευνήτρια στη Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος

Της ΣΟΦΙΑΣ ΛΑΖΑΡΕΤΟΥ,
Ερευνήτριας στη Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος

 

Η Δικτατορία των συνταγματαρχών ήταν ένα ακροδεξιό, απολυταρχικό και λαϊκίστικο μόρφωμα με κύρια χαρακτηριστικά τον εκφοβισμό, τη βία, την καταστολή των ανθρώπινων δικαιωμάτων, την κατάλυση κάθε δημοκρατικού και συνταγματικού θεσμού, την κοινωνική και οικονομική ανελευθερία, με αποτέλεσμα, μετά από μια κατ’ επίφαση βραχύχρονη ευημερία, τα λάθη πολιτικής να οδηγήσουν την ελληνική οικονομία σε πορεία ταχείας απόκλισης από τις ευρωπαϊκές οικονομίες, η οποία διήρκεσε μέχρι και την αυγή της νέας χιλιετίας.
 

Ουρά μικροεπενδυτών έξω από το Χρηματιστήριο την περίοδο της δικτατορίας

Ουρά μικροεπενδυτών έξω από το Χρηματιστήριο την περίοδο της δικτατορίας

Τα λάθη πολιτικής οδήγησαν την ελληνική οικονομία σε πορεία ταχείας απόκλισης από τις ευρωπαϊκές οικονομίες, η οποία διήρκεσε μέχρι και την αυγή της νέας χιλιετίας

Δικαιολογημένα μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τη δεκαετία του 1970 ως μια «χαμένη δεκαετία» για την ελληνική οικονομία όχι μόνο εξαιτίας των μεγάλων διεθνών διαταραχών από την πλευρά της συνολικής προσφοράς προϊόντος που συνέβησαν την περίοδο αυτή, αλλά και της πλήρους αποτυχίας της οικονομικής πολιτικής της Δικτατορίας να διαχειρισθεί τις συνέπειες των διαταραχών αυτών στην  εγχώρια οικονομία.  

Στην παραμονή του πολέμου του Γιόμ-Κιπούρ και της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης τον Οκτώβριο του 1973, όλος ο γνωστός κόσμος είχε εγκαταλείψει τη σύνδεση με το δολάριο και είχε στραφεί στις ελεύθερα κυμαινόμενες ισοτιμίες των νομισμάτων τους. Ο νέος νομισματικός θεσμός της ελεύθερης διακύμανσης των συναλλαγματικών ισοτιμιών επέτρεψε την αυτονομία στην άσκηση συναλλαγματικής πολιτικής, αφού ο προσδιορισμός της συναλλαγματικής ισοτιμίας αποτέλεσε ευθύνη των εθνικών νομισματικών αρχών.

Με άλλα λόγια, με την αποδέσμευση των νομισμάτων από ένα κοινό μέτρο προσδιορισμού της αξίας όλων των υπόλοιπων νομισμάτων, δεν απαιτούνταν πλέον ρητά διατυπωμένοι κανόνες συμπεριφοράς των κεντρικών τραπεζών και των κυβερνήσεων ώστε να εξασφαλίζεται ο συντονισμός των εθνικών πολιτικών. Η συνεργασία ήταν χαλαρή και άτυπη. Πολλές χώρες χρησιμοποίησαν τη συναλλαγματική ισοτιμία για να κάνουν ανταγωνιστικές υποτιμήσεις προκειμένου να εκμεταλλευθούν εμπορικά πλεονεκτήματα. Αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων ήταν οι μεγάλες συναλλαγματικές διακυμάνσεις, η ενίσχυση της αβεβαιότητας και του συναλλαγματικού κινδύνου με την εμφάνιση κερδοσκοπικών πιέσεων στα νομίσματα και μεγάλων ανισορροπιών στα ισοζύγια εξωτερικών πληρωμών.

Στην Ελλάδα, η αδικαιολόγητη εμμονή των νομισματικών αρχών να διατηρήσουν σταθερή την ισοτιμία της δραχμής ως προς το δολάριο όταν το τελευταίο αντιμετώπιζε σφοδρές υποτιμητικές πιέσεις και κερδοσκοπικές επιθέσεις, οδήγησε σε υψηλό εισαγόμενο πληθωρισμό που τροφοδότησε τις πληθωριστικές προσδοκίες και μονιμοποίησε την παρουσία διψήφιων ποσοστών πληθωρισμού. Σε συνδυασμό με τη συνεχή μεγάλη πιστωτική επέκταση σε όλα τα χρόνια της Δικτατορίας, ο εγχώριος πληθωρισμός εκτοξεύθηκε σε ποσοστά μεγαλύτερα του 25%.