Η Ελλάδα μετά την πανδημία

Επτά οικονομολόγοι από την Ελλάδα και το εξωτερικό αναλύουν τι περιμένουμε για το 2021 και πού πρέπει να στραφεί η χώρα στρατηγικά


Το 2020 ήταν μια χρονιά που στοίχισε τη ζωή σε εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως και άλλαξε την καθημερινότητα όλων μας, φέρνοντας αγωνία και απώλειες.
Ταυτόχρονα, όλες οι οικονομίες κλυδωνίζονται εξαιτίας της υγειονομικής κρίσης και των μέτρων που λαμβάνονται.
Ποια θα είναι η επόμενη ημέρα για τη χώρα μας;
Επτά οικονομολόγοι απαντούν.

 

Η Ελλάδα μετά την πανδημία

 

Η Ελλάδα μετά την πανδημία: Διδάγματα

Καθηγητής Γιάννης Μ. Ιωαννίδης, Tufts University (Πανεπιστήμιο Ταφτς, ΗΠΑ)

Όποτε και αφού τελειώσει η πανδημία, οραματίζομαι μία Ελλάδα που παρά το τεράστιο κόστος της πανδημίας θα έχει μάθει μερικά πράγματα, ίσως προφανή, αλλά ίσως και όχι τόσο. Εξηγούμαι.

Αναλογιζόμενος πώς διάφορες κυβερνήσεις της υφηλίου χειρίστηκαν την επέλαση της πανδημίας, αναγνωρίζω με ενδιαφέρον ότι και η ελληνική κυβέρνηση, αλλά και το ελληνικό κοινό επέδειξαν ιδιαίτερο σεβασμό στις συμβουλές των ειδικών. Είναι σαφές ότι η απόφαση αποδοχής των συμβουλών δεν είναι άνευ συνεπειών. Το κόστος είναι μεγάλο εάν κακές αποφάσεις οδηγούν σε κακά αποτελέσματα, αλλά και τις καλές αποφάσεις μπορεί να ακολουθήσουν κακά αποτελέσματα. Και οι αλληλοκατηγορίες είναι αναπόφευκτες, ιδιαίτερα εάν σκεπτόμαστε ότι και οι καλές αποφάσεις έχουν περίπλοκες πτυχές.

Και ναι μεν οι ειδικοί στην περίπτωση αυτήν είναι γιατροί, ιολόγοι και επιδημιολόγοι, δηλαδή επιστήμονες από τον χώρο της βιολογίας και των ιατρικών επιστημών, αλλά θέλω να τονίσω το εξής δίδαγμα. Η δυνατότητά τους να εκφέρουν γνώμη και να προσφέρουν συμβουλές στηρίζεται σε βασικές επιστημονικές ανακαλύψεις που έγιναν σε εύθετο χρόνο και πολύ συχνά προκύπτουν από βασική έρευνα η οποία αποφέρει γνώση που δεν επιδέχεται άμεσες εφαρμογές. Συχνά εφαρμογές γίνονται δυνατές μετά από χρόνο και συχνά απέχουν πολύ από τις αρχικές επιδιώξεις των ερευνητών.

Συγκεκριμένα, τη στιγμή που γράφω ελπίζω ότι ασθένεια και θάνατος εκατομμυρίων ανθρώπων θα αποφευχθεί με την ταχεία χρήση εμβολίων. Τα εμβόλια που ήδη έχουν κατασκευαστεί και κυκλοφορούν, και μάλιστα σε χρόνο-αστραπή, βασίζονται σε επιστημονική έρευνα για την mRNA που έγινε στην προσπάθεια να διερευνηθεί ο τρόπος μετάδοσης των πληροφοριακών στοιχείων που είναι κωδικοποιημένα στην DNA. Οι ερευνητές που βοήθησαν αποφασιστικά στην κατανόηση των σχετικών μηχανισμών ποτέ δεν σκέφτηκαν (και το ξέρω από έναν εξ αυτών) τις πιθανές εφαρμογές στο μέλλον, και ιδιαίτερα την παραγωγή εμβολίων. Ακολούθησαν δεκαετίες ερευνητικών προσπαθειών από χιλιάδες άλλους επιστήμονες, όπου ο ένας ξεκινούσε από εκεί όπου τέλειωσαν οι προηγούμενοι, ελέγχοντας τα ερευνητικά αποτελέσματα και μαθαίνοντας από σφάλματα και επιτυχίες των προηγηθέντων.

η έρευνα υψηλής ποιότητας κάποτε θα φανεί χρήσιμη, είτε άμεσα είτε έμμεσα

Οι σκέψεις αυτές μου επιτρέπουν να ελπίζω ότι η εμπειρία αυτή θα βοηθήσει στην ανύψωση της εκτίμησης που έχει το κοινό, αλλά και οι κοινωνικοί εταίροι, οι θεσμοί και, φυσικά, το κράτος για τη σημασία της βασικής έρευνας γενικά, αλλά και ειδικότερα στον χώρο των κοινωνικών επιστημών.

Από την εμπειρία μου ως σπουδαστή στην Ελλάδα, στο ΕΜΠ (1963-1968), αλλά και ως καθηγητή, ιδιαίτερα στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, πάντα θυμάμαι να με ρωτούν συχνά: «Και σε τι λοιπόν χρησιμεύει αυτό;». Η απάντηση πρέπει να είναι ότι η έρευνα υψηλής ποιότητας κάποτε θα φανεί χρήσιμη, είτε άμεσα είτε έμμεσα!


 

Να επενδύσουμε στα παιδιά, για ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς

Καθηγητής Κώστας Μεγήρ, Yale University (Πανεπιστήμιο Γέιλ, ΗΠΑ)

Η συνεχιζόμενη πανδημία ήρθε σε μια στιγμή που η Ελλάδα είχε αρχίσει να εισέρχεται σε μια νέα περίοδο δικαιολογημένης αισιοδοξίας, μετά από μια δεκαετία οικονομικής κρίσης. Κάποια στιγμή θα λήξει, αλλά όχι χωρίς να αφήσει πίσω της βαθιά σημάδια στον κοινωνικό μας ιστό, κάτι που θα κάνει την ανάγκη για μια ανάπτυξη χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς ακόμη πιο επείγουσα, αλλά ταυτόχρονα και πιο δύσκολη, αφού οι πόροι θα είναι περιορισμένοι μετά τη σπάνια αυτή κρίση της πανδημίας.

Το κλειδί για μια ανάπτυξη χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς είναι ένα καλό εκπαιδευτικό σύστημα από τη γέννηση έως την ενηλικίωση.

Η ανάπτυξη προϋποθέτει μια σειρά από συμπληρωματικές δράσεις όπως έχουν περιγραφεί λεπτομερώς στην «έκθεση Πισσαρίδη», στην οποία έχω συμμετάσχει. Ορισμένες δράσεις επικεντρώνονται στη βραχυπρόθεσμη τόνωση της οικονομίας και άλλες στη μακροπρόθεσμη βιώσιμη ανάπτυξη. Και οι δύο είναι σημαντικές. Τα άμεσα μέτρα μπορούν να οδηγήσουν σε αύξηση εισοδημάτων, διευκολύνοντας τα μακροπρόθεσμα αναπτυξιακά μέτρα. Με τη σειρά τους, οι μακροπρόθεσμες παρεμβάσεις είναι απαραίτητες για να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις του μέλλοντος και να μπει η Ελλάδα σε μια βιώσιμη αναπτυξιακή τροχιά.

Μία από τις πιο σημαντικές μακροπρόθεσμες δράσεις είναι η έμφαση στο λεγόμενο ανθρώπινο κεφάλαιο, δηλαδή το σύνολο των δεξιοτήτων ενός ατόμου. Ένα καλό επίπεδο εκπαίδευσης και δεξιοτήτων εξασφαλίζει υψηλότερο βιοτικό επίπεδο και μεγαλύτερη ευελιξία προσαρμογής σε μια συνεχώς μεταβαλλόμενη οικονομία. Παράλληλα, από συλλογική ή μακροοικονομική άποψη, οι επενδύσεις στο ανθρώπινο κεφάλαιο προσελκύουν εταιρείες υψηλής τεχνολογίας και καινοτομίας, δημιουργώντας έτσι έναν ενάρετο κύκλο ανάπτυξης χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς. Η τελευταία μπορεί να επιτευχθεί προσφέροντας σε όλους ίσες εκπαιδευτικές ευκαιρίες ποιότητας, ένα περιβάλλον όπου η επιχειρηματικότητα μπορεί να ανθήσει και ένα σύστημα φορολογίας και κοινωνικής πρόνοιας που να παρέχει ασφάλεια, λογική ανακατανομή και χρηματοδότηση βασικών δημοσίων αγαθών, όπως η υγεία και η εκπαίδευση.

Με τη σειρά τους, οι ίσες ευκαιρίες για εκπαίδευση υψηλής ποιότητας μπορούν να επιτευχθούν μόνο εάν εξετάσουμε το εκπαιδευτικό μας σύστημα στο σύνολό του, από τη γέννηση έως την ενηλικίωση. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, καταλαβαίνουμε ότι η ανάπτυξη του εγκεφάλου και η απόκτηση δεξιοτήτων έχουν τις ρίζες τους στις πρώτες στιγμές της ανθρώπινης ζωής. Η διατροφή ξεκινώντας από τη μήτρα, καθώς και η εγκεφαλική διέγερση από τη στιγμή της γέννησης και μετά είναι καθοριστικοί παράγοντες για τις ατομικές μας ικανότητες. Άρα, η φτώχεια, που σχετίζεται με κακή διατροφή και πολύ λιγότερες ευκαιρίες για πνευματική διέγερση, οδηγεί σε μόνιμα γνωστικά ελλείμματα, που είναι δύσκολο να αντιστραφούν αργότερα στη διάρκεια του παραδοσιακού σχολικού συστήματος. Αυτό οδηγεί σε καλά τεκμηριωμένες ανισότητες στο ανθρώπινο κεφάλαιο, και έτσι διαιωνίζει τις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες και τη φτώχεια από γενιά σε γενιά. Ταυτόχρονα, έχει αποδειχθεί ότι η έγκαιρη παρέμβαση μπορεί να αλλάξει τη δυναμική πορεία της γνωστικής και κοινωνικοσυναισθηματικής ανάπτυξης, αλλάζοντας κυριολεκτικά την πορεία των παιδιών από φτωχότερα στρώματα. Με άλλα λόγια, οι διαφορές δεξιοτήτων και ατομικής ανάπτυξης, που παρατηρούμε ότι σχετίζονται με άνισες αρχικές συνθήκες, δεν είναι αναπόφευκτες και μπορούν να αντιμετωπιστούν με παρεμβάσεις, συμπεριλαμβανομένης της καλά σχεδιασμένης πρώιμης εκπαίδευσης. Έχοντας κάνει ένα καλό ξεκίνημα στη ζωή, μπορούμε να οικοδομήσουμε την πρώιμη επιτυχία αν διασφαλίσουμε, ως κοινωνία, την παροχή μιας καλής ποιότητας σχολικής εκπαίδευσης σε όλους. Μιας εκπαίδευσης που προωθεί τη δημιουργικότητα, την ανεξαρτησία, την κριτική σκέψη, αλλά και τις αξίες και την κοινωνικότητα. Αυτό είναι το κλειδί για μια ανάπτυξη χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς. Κάτι τέτοιο απαιτεί να επενδύσουμε στα παιδιά από την πρώτη στιγμή. Εφόσον αυτή η επένδυση σχεδιαστεί προσεκτικά, είναι σίγουρο ότι θα αποδώσει καρπούς τόσο για τα άτομα όσο και για την κοινωνία.


 

Το δίλημμα που δεν άλλαξε

Καθηγητής Ηλίας Παπαϊωάννου, London Business School (Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων Λονδίνου) & CEPR: Centre for Economic Policy Research (Κέντρο Ερευνών Οικονομικής Πολιτικής)

Αύξηση ανεργίας. Κλείσιμο, κυρίως μικρών, επιχειρήσεων. Εκτίναξη μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ανάγκη ανακεφαλαιοποίησης κάποιων τραπεζών. Δημόσιο χρέος κοντά ή πάνω από 200% του ΑΕΠ. Μεγάλα δημόσια ελλείμματα. Ύφεση. Όχι, δεν είναι η Ελλάδα το 2011, αλλά το 2021! Φυσικά, η κατάσταση είναι αισθητά καλύτερη σήμερα. Η κρίση της πανδημίας μάλλον θα τελειώσει το 2021, καθώς η επιστήμη δίνει τη λύση. Ταυτόχρονα, τόσο οι κεντρικές τράπεζες όσο και οι κυβερνήσεις των ανεπτυγμένων χωρών, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ελλάδα κινήθηκαν γρήγορα και αποφασιστικά, μετριάζοντας τις αρνητικές επιπτώσεις. Οι πολιτικές προστασίας της εργασίας, ενίσχυσης της ρευστότητας σε νοικοκυριά, επιχειρήσεις και τράπεζες και η σημαντική δημοσιονομική επέκταση ήταν καθοριστικές. Είναι αναγκαίο να συνεχιστούν τουλάχιστον για ένα ακόμα έτος, ιδιαίτερα καθώς το κόστος δανεισμού για τις κυβερνήσεις είναι χαμηλό, λόγω των πολιτικών ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η χώρα αντιμετώπισε άρτια το πρώτο κύμα της πανδημίας. Αν και υπήρξαν αστοχίες, αμέλειες και λάθη στη δεύτερη φάση, η χώρα έδειξε τις ωραίες πτυχές της. Αυταπάρνηση ιατρικού προσωπικού, αρκετή σοβαρότητα από τους πολίτες και την Πολιτεία, προσήλωση στις προσταγές της επιστήμης. Ταυτόχρονα, η χώρα φαίνεται να έχει αποκτήσει σε μικρό διάστημα μία σοβαρή δομή ηλεκτρονικής διακυβέρνησης.

Όμως η πραγματικότητα θα είναι αμείλικτη μόλις καταλαγιάσει η υγειονομική κρίση. Αν και την τελευταία δεκαετία η χώρα προσπάθησε και σε κάποιον βαθμό πέτυχε να διορθώσει πολλές στρεβλώσεις και αδυναμίες, π.χ. στις συντάξεις, στην αγορά εργασίας, στη δημόσια διοίκηση, η χώρα εμφανίζει πολλές δομικές και θεσμικές αδυναμίες. Για παράδειγμα, πολλές αγορές εξακολουθούν να είναι ολιγοπωλιακές. Η εύρυθμη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, που είναι αναγκαία για τη χρηματοδότηση επιχειρήσεων, δεν έχει πλήρως αποκαταστηθεί. Το σύστημα απονομής δικαιοσύνης εξακολουθεί να είναι αργό, με δαιδαλώδη δικονομία και στη συνείδηση των πολιτών άδικο. Η δημόσια διοίκηση έχει ακόμα αδυναμίες. Δυστυχώς, πολλές μεταρρυθμίσεις έμειναν ατελείς ή αναστράφηκαν. Την ατολμία των κυβερνώντων και την απουσία ρεαλιστικών προτάσεων από την αντιπολίτευση και τους κοινωνικούς φορείς την πληρώνουμε, λίγο, αλλά καθημερινά.

Διαρκείς αλλαγές για μια ανθεκτικότερη οικονομία, μια πιο δίκαιη κοινωνία και μια πιο ισχυρή Ελλάδα στον διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο.

Δύο παραδείγματα φανερώνουν την αδυναμία της χώρας να πατήσει σε στέρεες βάσεις. Πρώτον, η τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η καλά μελετημένη, προετοιμασμένη και πολυδιάστατη μεταρρύθμιση του 2010, όχι μόνο δεν συνεχίστηκε, αλλά ναρκοθετήθηκε, αρχικά από τα ίδια τα κόμματα που τη θέσπισαν (αντιμεταρρύθμιση 2013). Και μετά την πολιτική αλλαγή του 2015 ζήσαμε το απόλυτο ξεχαρβάλωμα. Επιπλέον, η τωρινή παρέμβαση της κυβέρνησης είναι εμφανώς ατελής, εστιάζοντας μυωπικά στα ζητήματα της αστυνόμευσης και των βάσεων. Και αντί η αντιπολίτευση, οι εργαζόμενοι, το διδακτικό προσωπικό και οι φοιτητές να απαιτήσουν ριζικές αλλαγές και πιο ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις (λ.χ. στην έρευνα, στην αξιολόγηση, στην επαγγελματική κατάρτιση, στην διακυβέρνηση και διοίκηση, την σύνδεση με την καινοτομία, τις συνεργασίες με τη διασπορά, την εξωστρέφεια, τις υποδομές), αυτοί αντιτίθενται ακόμα και στις πιο αυτονόητες αλλαγές. Λες και δεν πρέπει να τελειώνει η ανομία και η ασυδοσία στα πανεπιστήμια. Λες και η ελεύθερη οικονομία, ή ακόμα και η κοινωνία, θα ανταμείψει τους τελειόφοιτους σχολών με βάση εισαγωγής 5/20, που θα τελειώσουν μετά από οκτώ χρόνια. Η κατάσταση είναι δυσάρεστη όχι μόνο γιατί οι παρεμβάσεις είναι ελλιπείς, πολωτικές, αλλά γιατί η ζήτηση για τις αναγκαίες αλλαγές είναι ισχνή και οι μεταρρυθμιστικές φωνές καπελώνονται από τις φωνασκίες των άκρων. Η πραγματικότητα είναι όμως αμείλικτη. Δεν υπάρχει σενάριο οικονομικής, αλλά και κοινωνικής ανάπτυξης της χώρας και ίσων ευκαιριών με το τωρινό εκπαιδευτικό ζήτημα.

Ο δεύτερος τομέας με παραπλήσια δυναμική είναι η δικαιοσύνη. Οι πολυδιάστατες μεταρρυθμίσεις της περιόδου 2010-2012, αντί να ενισχυθούν, ατόνησαν. Ακόμα και οι πλέον λογικές παρεμβάσεις για τον περιορισμό των αναβολών και την επιτάχυνση πολεμήθηκαν. Καθώς το σύστημα είναι εμφανώς άδικο και εντείνει στην ανισότητα, πολλοί πολίτες έλπιζαν ότι η πολιτική αλλαγή του 2015 θα επιτάχυνε τις αλλαγές. Όμως η κυβέρνηση είδε τη δικαιοσύνη ως μοχλό εξουσίας, κατευθύνοντάς την ενάντια σε πολιτικούς αντιπάλους. Αλλά και η πρόσφατη κυβερνητική αλλαγή δεν άλλαξε πολλά. Σχεδόν παντελής απουσία μεταρρυθμιστικής προσπάθειας σε έναν τομέα που είναι ίσως ο πιο κρίσιμος για την προσέλκυση επενδύσεων και τη θεμελίωση οικονομικής ανάτασης. Και στον τομέα αυτόν η αντιπολίτευση, οι νομικοί και λειτουργοί της Θέμιδας, αντί να ζητούν αλλαγές, είτε σιωπούν είτε αντιδρούν για τα πλέον αυτονόητα. Η πραγματικότητα είναι όμως αμείλικτη και σε αυτόν τον τομέα. Δεν υπάρχει σενάριο κοινωνικής δικαιοσύνης και ανάπτυξης για τη χώρα που να αγγίζει μεγάλα κοινωνικά στρώματα με το υπάρχον σύστημα.

Το δίλημμα της χώρας δεν έχει αλλάξει με την πανδημία, αν και μας βολεύει να αναβάλουμε να το απαντήσουμε. Διαρκείς αλλαγές για μία ανθεκτικότερη οικονομία, πιο δίκαιη κοινωνία και πιο ισχυρή Ελλάδα στον διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο; Ή στασιμότητα με τη διατήρηση μιας προβληματικής, αναποτελεσματικής και άδικης πραγματικότητας, που ταυτόχρονα μειώνει τα εισοδήματα και αυξάνει τις ανισότητες;

 

Τα όρια του παραγωγικού υποδείγματος

Νίκος Βέττας, Καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΟΠΑ) & Γενικός Διευθυντής Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ)

Το πρόβλημα που προκαλεί η πανδημία στην παγκόσμια οικονομία, όπως γίνεται πια σαφές, δεν είναι μόνο μια πολύ έντονη διαταραχή, αλλά μια βαθιά κρίση. Κρίση δεν σημαίνει καταστροφή. Σημαίνει όμως αδυναμία του συστήματος να αναπαράγεται με την προηγούμενη δυναμική του. Αυτό, σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό, ισχύει και για την ελληνική οικονομία, που διέρχεται τη νέα κρίση με μεγαλύτερες αδυναμίες απ’ ό,τι οι άλλες ευρωπαϊκές. Η μετάβαση στην επόμενη ημέρα της οικονομίας έχει ενδιαφέροντα επιμέρους χαρακτηριστικά. Ορισμένα περιγράφονται παρακάτω.

Οι ρυθμοί μεγέθυνσης θα είναι θετικοί στην αρχή της εξόδου, αλλά θα μετριαστούν γρήγορα αν δεν υπάρξει ενίσχυση της παραγωγικής βάσης.

Πρώτον, μόλις διαφανεί το τέλος του υγειονομικού προβλήματος, αναμένεται ισχυρή αύξηση της ζήτησης στις περισσότερες οικονομίες του πλανήτη, αλλά η ανάκαμψη που θα προκαλέσει κάθε άλλο παρά ομοιόμορφη θα είναι. Ολόκληροι τομείς δραστηριότητας και επιμέρους κλάδοι θα υποχωρήσουν, ενώ άλλοι θα αναπτυχθούν έντονα. Ο τουρισμός, η εστίαση, το λιανεμπόριο, οι μεταφορές, ο πολιτισμός και η ψυχαγωγία αποτελούν τομείς της ελληνικής οικονομίας που διαχρονικά δημιουργούσαν την πλειονότητα των θέσεων εργασίας. Όμως, καθώς αυτοί στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στην άμεση ανθρώπινη επαφή, αναμένεται να ανακάμψουν από τα σημερινά, σχεδόν μηδενικά επίπεδα μόνο σταδιακά. Μαζί με την καθίζηση που έχει υποστεί ο τομέας των κατασκευών, και ιδίως η οικοδομή από την αρχή της δεκαετούς κρίσης, και την αναγκαία αντιστροφή της υπερβολικής μεγέθυνσης του δημόσιου τομέα, δημιουργείται το κρίσιμο ερώτημα αν και πού θα υπάρχουν αρκετές θέσεις εργασίας.

Δεύτερον, η κρίση λειτουργεί ως επιταχυντής τεχνολογικών εξελίξεων και αναδιατάσσει τον διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Εμφανίζονται μεγάλες ευκαιρίες για επιχειρήσεις και κλάδους που θα κάνουν σωστή ανάγνωση της νέας πραγματικότητας. Η πανδημία αλλάζει επίσης τη δομή αγορών και τη φύση του ανταγωνισμού. Αυτή ακριβώς θα είναι μια σημαντική πρόκληση για πολλές επιχειρήσεις και τους εργαζομένους εκεί, που εντείνεται καθώς πολλές επιχειρήσεις θα έχουν αδυναμία εξυπηρέτησης χρεών ή χρηματοδότησης των απαραίτητων νέων επενδύσεων. Μαζί με τον μετασχηματισμό, με ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών σε υφιστάμενους σημαντικούς τομείς δραστηριότητας, θα είναι λοιπόν κρίσιμη η γρηγορότερη ανάπτυξη δυναμικών τομέων που στηρίζονται στην έρευνα και την καινοτομία, όπως η μεταποίηση υψηλής εξειδίκευσης, πρωτογενής παραγωγή με μεθόδους ακριβείας, παραγωγή προϊόντων πολιτισμού με ψηφιακά μέσα και υπηρεσίες υγείας και σχετικής φροντίδας.

Τρίτον, το επόμενο διάστημα θα είναι ακόμη σημαντικότερος ο ρόλος του κράτους και της οικονομικής πολιτικής. Εργαζόμενοι με μειωμένα εισοδήματα, νοικοκυριά με υποχρεώσεις που δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν, επιχειρήσεις με μειούμενα έσοδα και κλάδοι που αδυνατούν να παρακολουθήσουν τις τεχνολογικές εξελίξεις είναι αναμενόμενο πως θα στραφούν στην κεντρική εξουσία για διαγραφή χρεών και υποχρεώσεων, αύξηση επιδομάτων, μείωση φόρων και ρυθμιστικές παρεμβάσεις. Ταυτόχρονα, οι πολιτικές δημοσιονομικών ελλειμμάτων και παροχής ρευστότητας έχουν όρια και δεν είναι δωρεάν. Η οικονομική πολιτική καλείται λοιπόν, με δύσκολες επιλογές, να επουλώσει τις πληγές της νέας κρίσης, αλλά κυρίως να προετοιμάσει την οικονομία για τις ευκαιρίες της επόμενης ημέρας.

Συνολικά, η πορεία της ελληνικής οικονομίας μετά την πανδημία αναμένεται να προσδιοριστεί από αντιφατικές τάσεις, θετικές και αρνητικές. Οι ρυθμοί μεγέθυνσης μπορούν να αναμένονται ισχυρά θετικοί στην αρχή της εξόδου, αλλά να μετριάζονται γρήγορα αν δεν αντιδράσει έγκαιρα η οικονομική πολιτική προς την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης.


 

Κλιματική αλλαγή και πανδημία

Καθηγητής Αναστάσιος Ξεπαπαδέας, ΟΠΑ

Για το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή το σημαντικότερο γεγονός του 2020 ήταν η Πράσινη Συμφωνία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που στοχεύει στη δημιουργία ενός οδικού χάρτη για μια βιώσιμη Ένωση. Με πυλώνες την απανθρακοποίηση του ενεργειακού τομέα, τη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης, τη δημιουργία βιομηχανίας με θέση παγκοσμίου ηγέτη στην πράσινη οικονομία και με προώθηση «καθαρών» μεταφορών, η Πράσινη Συμφωνία επιδιώκει μια δίκαιη και χωρίς αποκλεισμούς μετάβαση σε μηδενικές εκπομπές αερίων θερμοκηπίου μέχρι το 2050. Η Συμφωνία θα συμβάλει αποφασιστικά στον στόχο περιορισμού της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας στον πλανήτη κάτω από τον 1,5°C σε σύγκριση με την προβιομηχανική περίοδο.

Η πανδημία, το σημαντικότερο γεγονός του 2020, προκάλεσε –μέσω των μέτρων περιορισμού της– τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά την περσινή άνοιξη. Όμως τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι η μείωση ήταν πρόσκαιρη και ότι οι εκπομπές τείνουν να επιστρέψουν στα επίπεδα της προ πανδημίας περιόδου. Δεδομένου ότι η αύξηση της θερμοκρασίας εξαρτάται από το σύνολο των εκπομπών από την αρχή της βιομηχανικής επανάστασης και όχι από τις ετήσιες εκπομπές, η πρόσκαιρη μείωση λόγω πανδημίας θα έχει μηδαμινή επίπτωση στην εξέλιξη της θερμοκρασίας και στην κλιματική αλλαγή.

Η πανδημία και η κλιματική αλλαγή έχουν επιπτώσεις με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Η πανδημία αναμένεται να μην έχει καταστροφικές συνέπειες στην παραγωγική βάση της οικονομίας. Η κλιματική αλλαγή όμως έχει μακροχρόνιες μόνιμες καταστροφικές συνέπειες στις παραγωγικές υποδομές. Οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής επεκτείνονται στις μελλοντικές γενιές και θα είναι μη αναστρέψιμες σε μεγάλο βαθμό.

Η χώρα μας, λόγω μεγέθους, συμμετέχει σε πολύ μικρό βαθμό στην εξέλιξη της κλιματικής αλλαγής. Από την άλλη μεριά, λόγω της τρωτότητας της περιοχής της Μεσογείου, οι αρνητικές επιπτώσεις για τη χώρα θα είναι σημαντικές αν η μέση αύξηση της θερμοκρασίας ξεπεράσει τον 1,5°C.

Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, στο πλαίσιο της Πράσινης Συμφωνίας της ΕΕ, μπορεί να αποτελέσει σημαντικό συστατικό μιας ατμομηχανής ανάπτυξης.

Η πρόσφατη απόφαση της ΕΕ για τον περιορισμό των εκπομπών αεριών θερμοκηπίου μέχρι το 2030 υποδηλώνει τη σαφή δέσμευσή της για την προώθηση της Πράσινης Συμφωνίας και σηματοδοτεί έναν οδικό χάρτη πράσινης ανάκαμψης για τη χώρα μας, όπου η απανθρακοποίηση θα αυξήσει την παραγωγικότητα με τεχνολογίες χαμηλού άνθρακα και αυξημένης ενεργειακής αποδοτικότητας, ενώ η δίκαιη μετάβαση θα περιορίσει κοινωνικές τριβές. Η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, η οποία υλοποιείται από την Εθνική Στρατηγική για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή, έχει τη δυνατότητα να προσφέρει στην Ελλάδα το λεγόμενο «διπλό μέρισμα»: προστασία από τις ζημίες λόγω κλιματικής αλλαγής, ειδικά αν η μέση αύξηση της θερμοκρασίας ξεπεράσει τον 1,5°C –κάτι πολύ πιθανό–, αλλά και αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, επειδή αποτελεσματική προσαρμογή σημαίνει ανάληψη επενδυτικών προγραμμάτων σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο.

Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής στο πλαίσιο της Πράσινης Συμφωνίας μπορεί, επομένως, να αποτελέσει σημαντικό συστατικό μιας ατμομηχανής ανάπτυξης στη μετά COVID-19 εποχή για τη χώρα μας.


 

Μαθήματα από την προηγούμενη δεκαετία

Καθηγητές Γιώργος Οικονομίδης και Αποστόλης Φιλιππόπουλος, ΟΠΑ

Όταν τεθεί υπό έλεγχο η πανδημία, το πιθανότερο σενάριο είναι ότι η ελληνική οικονομία θα βρίσκεται σε μια κατάσταση που θα έχει αρκετές ομοιότητες με αυτή στην οποία βρέθηκε το 2010. Παρότι αρκετές διαρθρωτικές μακροοικονομικές ανισορροπίες έχουν τώρα, σε σχέση με τότε, αποκατασταθεί και η σημερινή κρίση δεν έχει επηρεάσει αρνητικά όλους τους τομείς της οικονομίας, εντούτοις, στο 2021, το δημόσιο χρέος προβλέπεται να ξεπεράσει το 200% του ΑΕΠ, το εξωτερικό χρέος της χώρας να είναι περίπου 150% του ΑΕΠ και η ανεργία να αγγίζει το 20%. Παράλληλα, η οικονομική εξάρτηση από την ΕΕ θα είναι πιο έντονη από ποτέ. Για παράδειγμα, ακόμα και πριν την πανδημία και την αναμενόμενη εισροή πόρων από το νεοϊδρυθέν Ταμείο Ανάκαμψης, το 70% του ελληνικού δημοσίου χρέους παρακρατούνταν από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ενώ οι ποσοτικές πολιτικές της ΕΚΤ εξακολουθούν να είναι απαραίτητες τόσο για το τραπεζικό σύστημα όσο και για την κάλυψη των δημοσιονομικών αναγκών της χώρας.

Η κατάσταση αυτή είναι δεδομένη. Το ερώτημα είναι πώς θα τη διαχειριστούμε. Η εμπειρία από την κρίση χρέους της προηγούμενης δεκαετίας μάς διδάσκει ότι η ανάκαμψη θα απαιτήσει ένα διαφορετικό μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής που, αφενός, οφείλει να είναι περισσότερο αναπτυξιακό και, αφετέρου, πρέπει να αποσκοπεί στη στοχευμένη στήριξη ευπαθών ομάδων, στην υιοθέτηση διαρθρωτικών αλλαγών για την αύξηση του ανταγωνισμού στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών, στη βελτίωση της λειτουργίας του δημόσιου τομέα, στην αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος και στη βελτίωση των λεγόμενων θεσμών (institutions) και του κοινωνικού κεφαλαίου (social capital). Τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία και οι σχετικοί δείκτες κάνουν σαφές ότι η Ελλάδα υστερεί σε όλα αυτά, και μάλιστα στα περισσότερα από αυτά κατατάσσεται στις πιο χαμηλές θέσεις ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ. Όπως είναι γενικά γνωστό από τη βιβλιογραφία της οικονομικής ανάπτυξης, οι παράγοντες αυτοί είναι καθοριστικοί για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές μιας οικονομίας.

Θα είναι τραγικό αν τα παθήματα της προηγούμενης κρίσης χρέους δεν μας γίνουν μαθήματα στη νέα κρίση.

Μελέτες μας για την προηγούμενη κρίση (βλ. Discussion Papers, 10-2020 & 15-2020, www.econ.aueb.gr) δείχνουν ότι, από την κατά 25% μείωση του ΑΕΠ από το 2009 έως το 2016, μόνο η μισή οφειλόταν στη συγκεκριμένη δημοσιονομική πολιτική λιτότητας που εφαρμόστηκε. Η υπόλοιπη μείωση οφειλόταν, σε μεγάλο βαθμό, στην επιδείνωση της ποιότητας των θεσμών και του κοινωνικού κεφαλαίου, εξέλιξη που απεικονίζεται σε δείκτες που μετρούν την προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, την εφαρμογή των νόμων, την αποδοτικότητα των πόρων που διατίθενται για τον δημόσιο τομέα, την πολιτική σταθερότητα, την ένταση της βίας, την ποιότητα των ρυθμιστικών παρεμβάσεων στις διάφορες αγορές, την απονομή δικαιοσύνης, την εμπιστοσύνη στην πολιτική εξουσία, τον βαθμό που οι ατομικοί οικονομικοί φορείς ενδιαφέρονται για τα εθνικά ή συλλογικά μεγέθη κ.λπ. Είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους δείκτες αποτύπωναν φτωχές επιδόσεις ήδη πριν το 2008, αλλά η κατάσταση επιδεινώθηκε ξεκάθαρα την περίοδο 2008-2016.

Οι δείκτες αυτοί είναι ιδιαίτερα σημαντικοί, αφού η ποιότητα των θεσμών και το υφιστάμενο κοινωνικό κεφάλαιο επηρεάζουν τα ατομικά κίνητρα για εργασία, επενδύσεις, μόρφωση, αλλά και για κοινωνική προσφορά. Επίσης, τα μηνύματα που στέλνουν αυτοί οι δείκτες επηρεάζουν σημαντικά τη στάση των ευρωπαϊκών θεσμών και, άρα, τη διάθεσή τους για βοήθεια στη χώρα μας. Αν και η σχέση αιτίου-αιτιατού είναι δύσκολα ανιχνεύσιμη, η πολιτική πόλωση που δημιουργήθηκε στην αρχή της προηγούμενης κρίσης, απαξιώνοντας τους κοινωνικούς και κρατικούς θεσμούς, τροφοδότησε εντάσεις, δημαγωγίες και αβεβαιότητα (που αντικατοπτρίζονται στους παραπάνω δείκτες), οδηγώντας σε φαύλους κύκλους που έκαναν την κρίση πρωτοφανή τόσο σε μέγεθος όσο και σε διάρκεια. Οι ίδιες μελέτες δείχνουν ότι, αν είχαμε αποφύγει αυτές τις δυσμενείς εξελίξεις και είχαμε προχωρήσει έγκαιρα ακόμα και σε ήπιες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, η ελληνική οικονομία θα βίωνε μία ύφεση ποσοτικά κοντά σε αυτήν άλλων χωρών με παρόμοια κρίση χρέους, δηλαδή γύρω στο 10%, αντί του 25%.