Η απομυθοποίηση της βιομηχανικής πολιτικής της Δικτατορίας

Όλες οι εμβληματικές επενδύσεις που εξήγγειλε έμειναν στα χαρτιά, ενώ τα αναπτυξιακά επιτεύγματα της περιόδου είχαν τις βάσεις τους στις προδικτατορικές κυβερνήσεις


ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΜΕΛΕΤΩΝΤΑΣ ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΤΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ

 

Του ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ,
Ομότιμου Καθηγητή Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου
 

Η αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής κατά την επταετία 1967-74, που επικαλούνταν οι δικτάτορες ως ένδειξη επιτυχίας της πολιτικής τους, στην πραγματικότητα προερχόταν αφενός από τις μεγάλες ξένες πρωτοποριακές βιομηχανικές μονάδες που είχαν εγκατασταθεί στην χώρα μας πριν από τη Δικτατορία, και αφετέρου είχε ενισχυθεί από την κατάργηση των δασμών για τα ελληνικά βιομηχανικά προϊόντα στις χώρες της ΕΟΚ, κατ’ εφαρμογή της Συμφωνίας  Σύνδεσης Ελλάδας-ΕΟΚ του 1961.

Για παράδειγμα, η ανάπτυξη των εξαγωγών των βιομηχανικών προϊόντων προήλθε κατά μεγάλο μέρος από τις εξαγωγές αλουμίνας και αλουμινίου, σιδηρονικελίου, σιδηροφύλλων και αντικροτικών που οφείλονται σε επενδύσεις της περιόδου προ του 1967. Η Δικτατορία επιχείρησε να οικειοποιηθεί  τα αναπτυξιακά επιτεύγματα, τα οποία οι προηγούμενες κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις συνέβαλαν με την πολιτική τους να πραγματοποιηθούν.
 


 

Το πάγωμα της Συμφωνίας Σύνδεσης με την ΕΟΚ δεν επέτρεψε στην ελληνική βιομηχανία να αξιοποιήσει τη δυνατότητα της χρηματοδότησής της από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων


Ανάλογου τύπου εμβληματικές παραγωγικές επενδύσεις δεν έγιναν την περίοδο 1967-1974, παρά τις προσπάθειες της Δικτατορίας να προσελκύσει ξένα επενδυτικά κεφάλαια στη χώρα. Επιπροσθέτως, το πάγωμα της Συμφωνίας Σύνδεσης με την ΕΟΚ δεν επέτρεψε στην ελληνική βιομηχανία να αξιοποιήσει τη δυνατότητα της χρηματοδότησής της από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. 

Η Δικτατορία, προκειμένου να αντισταθμίσει το έλλειμμα σε εμβληματικές μεγάλες επενδύσεις, προέβη σε διθυραμβικές ανακοινώσεις για μεγάλες επενδύσεις που όμως έμειναν στα λόγια και ουδέποτε υλοποιήθηκαν. Τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα:

  1. Η σύμβαση με τη Litton Industries αφορούσε  ένα επενδυτικό πακέτο στη Δυτική Πελοπόννησο και την Κρήτη, που είχε απορριφθεί από τις προδικτατορικές κυβερνήσεις, αλλά υπεγράφη τις πρώτες εβδομάδες μετά το απριλιανό πραξικόπημα και τελικώς κατέληξε σε φιάσκο.
     
  2. Η δεύτερη περίπτωση ήταν η ανάθεση στον MacDonald (έναν δαιμόνιο πλην πτωχεύσαντα Αμερικανό επιχειρηματία) να αναζητήσει επενδυτικά κεφάλαια για την χρηματοδότηση της «Εγνατίας Οδού». Τελικώς, ο MacDonald απέδρασε με 4,8 εκατομμύρια δολάρια σε ρευστό κι άλλα 33,4 εκατομμύρια δολάρια σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου.
     
  3. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, προέκυψε μια τρίτη περίπτωση που αφορούσε στον κλάδο του πετρελαίου. Στη διεκδίκηση της κατασκευής και λειτουργίας των διυλιστηρίων εμπλέκονταν ο Νιάρχος, η εταιρεία ΩΜΕΓΑ του ομίλου ΩΝΑΣΗ, ο Λάτσης, ο Βαρδινογιάννης και ο Ανδρεάδης με την ΣΤΡΑΝ.  Το δικτατορικό καθεστώς υποσχέθηκε ότι θα δημιουργηθεί ένα ενεργειακό hub από τον Ανδρεάδη (ΣΤΡΑΝ) στην Πάχη  Μεγάρων, αλλά τελικά ούτε αυτό πραγματοποιήθηκε στη συνέχεια των έντονων λαϊκών κινητοποιήσεων των Μεγαρέων. 

Καταληκτικά, η περίοδος της Δικτατορίας υπήρξε μια οδυνηρή παρένθεση με δυσμενείς επιπτώσεις στην οικονομική ιστορία της χώρας. Η Ελλάδα έμεινε εκτός κρίσιμων ευρωπαϊκών διεργασιών που άνθιζαν εκείνη την περίοδο, υιοθέτησε μια στρεβλή νοοτροπία (που ψήγματά της φτάνουν ως τις μέρες μας), δεν επέτρεψε την προσαρμογή της βιομηχανίας στις τεχνολογικές συνθήκες της εποχής, και συνολικά έβαλε φρένο στη δημιουργικότητα των Ελλήνων. Η «Ελλάς των Ελλήνων Χριστιανών» υπήρξε συνοπτικά το ιστορικό δείγμα ενός στόμφου που αναζητούσε τη συνθηματολογία στα αναδρομικά πρότυπα και δεν άφηνε το παραμικρό περιθώριο χάραξης μιας εθνικής στρατηγικής για το μέλλον.