Ευρωπαϊκά Δημόσια Αγαθά. Η νέα ταυτότητα της ΕΕ;
Από τη δεκαετία του 1950 η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) έχει επικεντρωθεί στη λεγόμενη οικονομική ολοκλήρωση. Αυτό αφορά την ελεύθερη διακίνηση προϊόντων, υπηρεσιών και συντελεστών παραγωγής, συμπεριλαμβανόμενης της εργασίας. Η διαδικασία της οικονομικής ολοκλήρωσης έχει περάσει από πολλά και σύνθετα στάδια μέσα στα χρόνια. Τα κύρια στάδιά της είναι το πρώτο ομοσπονδιακό βήμα το 1951 με τη δημιουργία μιας κοινής αγοράς πρώτων υλών –της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα–, ο φιλόδοξος σχεδιασμός της σημερινής ΕΕ μέσω της ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας με τη συνθήκη της Ρώμης το 1957, το επίσημο ξεκίνημα της Ενιαίας Αγοράς (Single Market) το 1985, η συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992 και η μετέπειτα δημιουργία της νομισματικής ένωσης και του ευρώ, που τυπικά ξεκίνησαν το 1999, και πιο πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ένωση.
Όμως, εδώ και αρκετά χρόνια –ιδίως από τη διεθνή κρίση του 2008 και μετά– η ΕΕ γενικά και η ευρωζώνη ειδικά είναι σε αναζήτηση «ταυτότητας». Η ιδέα της οικονομικής ολοκλήρωσης δεν φαίνεται πια να αποδίδει καρπούς και να πείθει. Η έλλειψη μιας καθαρής ταυτότητας συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι η ευρωπαϊκή ιδέα έχει ατονήσει και ο θεσμός μιας ενιαίας Ευρώπης γίνεται όλο και πιο ευάλωτος σε κριτική.
Η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση ξεκίνησε ως μηχανισμός ειρήνης, δηλαδή μηχανισμός παροχής του πιο σημαντικού δημόσιου αγαθού.
Για παράδειγμα, όσον αφορά την Ενιαία Αγορά, η οποία θεωρείται η καρδιά της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τα οφέλη της (μια μεγαλύτερη αγορά συνεπάγεται περισσότερο ανταγωνισμό και χαμηλότερες τιμές, εξειδίκευση και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, καλύτερη κατανομή παραγωγικών πόρων, οικονομίες κλίμακας κ.λπ.) δεν είναι πια εμφανή στις αντίστοιχες ποσοτικές μελέτες. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη. Η οικονομική ολοκλήρωση δεν μπορεί να αποδώσει από ένα σημείο και μετά αν δεν υπάρχουν και μεταρρυθμίσεις σε εθνικό επίπεδο.
Σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες πολλά πράγματα σχεδιάστηκαν σε άλλες εποχές –και ειδικά στη λεγόμενη χρυσή εποχή της μεταπολεμικής περιόδου, η οποία χαρακτηρίστηκε από υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης–, που σήμερα δεν είναι πια βιώσιμα. Επίσης, η Ενιαία Αγορά κάθε άλλο παρά ενιαία είναι, αφού υπάρχουν ακόμα αρκετά εμπόδια από τις χώρες μέλη, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών, που σήμερα αποτελούν ένα πολύ σημαντικό και συνεχώς αυξανόμενο μέρος του εμπορίου μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών (τα κλειστά επαγγέλματα, τυπικά ή ουσιαστικά, σε πολλές χώρες είναι ένα παράδειγμα τέτοιων εμποδίων). Επιπλέον, η οικονομική ολοκλήρωση, όπως και η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση έχουν και αναδιανεμητικές επιδράσεις, δημιουργώντας κερδισμένους και χαμένους τόσο μεταξύ χωρών όσο και μέσα στην κάθε χώρα.
Γενικά μιλώντας, τα οφέλη της οικονομικής ολοκλήρωσης, όπως και πολλών άλλων μεταρρυθμίσεων διαχέονται στο σύνολο της οικονομίας, ενώ οι αναδιανεμητικές επιδράσεις τους είναι εστιασμένες και γίνονται αισθητές πιο εύκολα, γεγονός που τις καθιστά ευάλωτες σε κριτική, αλλά και σε δημαγωγία και εθνικισμό, ειδικά από τους πολιτικούς εκείνους που θέτουν στο επίκεντρο το μερικό, παραβλέποντας το γενικό. Το Brexit είναι το πιο εύκολο παράδειγμα. Όσον αφορά την ευρωζώνη, η διεθνής κρίση του 2008, η οποία, μεταξύ άλλων, έγινε και αφορμή –αλλά όχι και αιτία– για την πολλαπλή κρίση που έπληξε τις περισσότερες χώρες στην περιφέρεια της ευρωζώνης και ιδιαίτερα την Ελλάδα, έκανε σαφές ένα σημαντικό πρόβλημα σχετικά με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Έγινε αντιληπτό ότι μια διεθνής οικονομική ένωση, και δη μια νομισματική ένωση, όπως η ευρωζώνη, είναι δύσκολο να είναι βιώσιμες όταν υπάρχουν δομικές ασυμμετρίες μεταξύ των χωρών-μελών της ένωσης. Αυτά, βέβαια, είναι γνωστά από τη δεκαετία του 1960 και τις μελέτες του Robert Mundell, αλλά η ΕΕ και η ευρωζώνη ειδικά έχουν υιοθετήσει την υπεραισιόδοξη άποψη ότι η ολοκλήρωση θα φέρει και σύγκλιση, και άρα η επέκταση και εμβάθυνση της οικονομικής ολοκλήρωσης, όπως και η προσθήκη νέων χωρών-μελών στην ΕΕ και στην ευρωζώνη μπορούν να προηγηθούν της σταθεροποίησης και της εθνικής προσπάθειας για σύγκλιση. Αυτό έχει αποδειχθεί επανειλημμένα ότι είναι λάθος.
Στα παραπάνω προβλήματα έχουν προστεθεί και άλλα μετά τη διεθνή κρίση του 2008. Ποιοι είναι οι μοχλοί ανάπτυξης στη σημερινή Ευρώπη; Πώς μπορεί να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη μεταξύ των χωρών του πυρήνα και της περιφέρειας; Είναι η οικονομική ολοκλήρωση, και ειδικά η ευρωζώνη, προς όφελος των ανταγωνιστικών χωρών του πυρήνα της ΕΕ; Υπάρχει συμπεριφορά τύπου ηθικού κινδύνου από την πλευρά των χωρών της περιφέρειας, με την έννοια ότι συνειδητά στηρίζονται στη βοήθεια των χωρών του πυρήνα όταν τα πράγματα δυσκολεύουν; Είναι σωστό να υπάρχουν δημοσιονομικοί κανόνες σε περιόδους στασιμότητας; Γιατί οι χώρες με χαμηλό δημόσιο χρέος, όπως η Γερμανία, δεν τονώνουν δημοσιονομικά την ευρωπαϊκή οικονομία όταν οι κυβερνήσεις τους μπορούν να δανειστούν ακόμα και με αρνητικά επιτόκια; Ποιος είναι ο ρόλος της ΕΚΤ; Τα παραπάνω κάνουν σαφές ότι σήμερα η ΕΕ γενικά και η ευρωζώνη ειδικά χρειάζονται μια νέα ταυτότητα. Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι φορείς και μελετητές υποστηρίζουν ότι η νέα ταυτότητα πρέπει να είναι τα λεγόμενα Ευρωπαϊκά Δημόσια Αγαθά (European Public Goods), δηλαδή αγαθά που έχουν τα κλασικά χαρακτηριστικά των δημόσιων αγαθών, αλλά ωφελούν πολλές χώρες ταυτόχρονα, και άρα η παροχή τους σε εθνικό επίπεδο, ακόμα και αν γίνεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, είναι ανεπαρκής και αναποτελεσματική. Τέτοια αγαθά περιλαμβάνουν μια ενιαία αμυντική πολιτική –που συμπεριλαμβάνει έναν ευρωπαϊκό στρατό–, μια ενιαία μεταναστευτική και προσφυγική πολιτική, μια ενιαία εξωτερική πολιτική –που περιλαμβάνει και ενιαία αντιπροσώπευση, π.χ. ευρωπαϊκές πρεσβείες, αντί η κάθε χώρα-μέλος της ΕΕ να διατηρεί τη δική της πρεσβεία–, μια κοινή περιβαλλοντική πολιτική, μια κοινή τεχνολογική και ερευνητική πολιτική, μια κοινή πολιτική αντιμετώπισης κυβερνοεπιθέσεων, μια κοινή πολιτική για την ενίσχυση της κυκλικής ανεργίας κ.λπ.
Δηλαδή, η πρόταση είναι να γίνει (όπως έχει γίνει με τη νομισματική πολιτική που ασκείται από την ΕΚΤ) ανάθεση των παραπάνω τομέων πολιτικής σε ευρωπαϊκούς φορείς, και οι αντίστοιχοι εθνικοί φορείς να παίζουν απλά εποπτικό ή εκτελεστικό ρόλο (όπως παίζει η Τράπεζα της Ελλάδος, ως μέρος του Ευρωσυστήματος, στη νομισματική πολιτική). Η παροχή αυτών των αγαθών σε ευρωπαϊκό/ομοσπονδιακό επίπεδο, και όχι σε εθνικό, προϋποθέτει φυσικά έναν μεγαλύτερο προ ϋπολογισμό για την ΕΕ, διάθεση για συμφωνία και αναδιοργάνωση των θεσμών της ίδιας της ΕΕ. Όσον αφορά την αναδιοργάνωση των θεσμών της ΕΕ, είναι ανάγκη να γίνει λιγότερο γραφειοκρατική, λιγότερο πολιτική, και να μην αναβάλλει τις δύσκολες αποφάσεις για το μέλλον. Όσον αφορά τη διάθεση για συμφωνία, οι παγκόσμιες εξελίξεις και εντάσεις, αλλά και οι τοπικές συγκρούσεις στη Μεσόγειο και στο Αιγαίο την κάνουν όσο ποτέ άλλοτε επιτακτική. Όσον αφορά την επιβολή φόρων για τη χρηματοδότηση των Ευρωπαϊκών Δημόσιων Αγαθών, αυτοί απλά θα αντικαταστήσουν άλλους φόρους για παροχή των ίδιων αγαθών σε εθνικό επίπεδο.
Ας κλείσουμε με δύο υπενθυμίσεις. Η πρώτη σχετίζεται με ένα βασικό μάθημα οικονομικής θεωρίας. Όσο πιο σημαντικές είναι οι εξωτερικότητες, δηλαδή αλληλεπιδράσεις που δεν μπορούν να ενσωματωθούν σε αγοραίες τιμές, τόσο δυνατότερα είναι τα επιχειρήματα υπέρ της συνεργασίας. Επίσης, όσο πιο σημαντικές είναι οι εξωτερικότητες μεταξύ κρατών, τόσο περισσότερα είναι τα επιχειρήματα η διεθνής συνεργασία να έχει υπερεθνική μορφή (international cooperation at supranational level) παρά διακρατική μορφή (international cooperation at intergovernmental level). Αυτό ακριβώς είναι το επιχείρημα για την παροχή δημόσιων αγαθών σε ενιαίο ευρωπαϊκό επίπεδο και όχι σε πολλά εθνικά επίπεδα. Η δεύτερη παρατήρηση είναι ιστορική. Η πρόταση για ανάθεση της παροχής διεθνών δημόσιων αγαθών σε υπερεθνικούς ή ευρωπαϊκούς φορείς δεν είναι νέα. Αντίθετα, είναι ίδια με τον βασικό λόγο ίδρυσης της μετέπειτα ΕΕ αμέσως μετά τον όλεθρο του Β´ Παγκοσμίου (αλλά όχι μόνον, αφού η Ευρώπη κατασπαραζόταν από αιματηρούς πολέμους επί σειρά αιώνων). Η σημερινή ΕΕ ξεκίνησε ως μηχανισμός ειρήνης, δηλαδή μηχανισμός παροχής του πιο σημαντικού δημόσιου αγαθού. Και, σχετικά με το Brexit, η ιδέα μιας ενωμένης Ευρώπης, και ενός ευρωπαϊκού στρατού συγκεκριμένα, ήταν στις προτάσεις του Winston Churchill αμέσως μετά το τέλος του πολέμου.