Ενεργειακές στρεβλώσεις στην περίοδο της Δικτατορίας: Η περίπτωση της ΔΕΗ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΜΕΛΕΤΩΝΤΑΣ ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΤΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ
Της ΔΑΝΑΗΣ ΔΙΑΚΟΥΛΑΚΗ,
Ομότιμης Καθηγήτριας Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου
Η ΔΕΗ ιδρύθηκε το 1950 ως «δημοσία επιχείρηση που απολαμβάνει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια …», το 1956 θεσμοθετείται ως ο μοναδικός φορέας ηλεκτρικής ενέργειας και πάραυτα αρχίζει η διαδικασία εξαγοράς των 415 επιχειρήσεων ηλεκτρισμού που υπήρχαν τότε στην χώρα, η οποία εξελίσσεται ταχύτατα και με υποδειγματικές διαδικασίες.
Η Δικτατορία κληρονομεί αυτή τη θετική παρακαταθήκη της ΔΕΗ και συνεχίζει την ποσοτική της μεγέθυνση. Το ποσοστό εξηλεκτρισμού από 80% το 1967, προσεγγίζει το 100% το 1974, ενώ και η κατά κεφαλήν κατανάλωση ηλεκτρισμού υπερδιπλασιάζεται στη διάρκεια της επταετίας. Πρέπει όμως να σημειωθεί εδώ ότι η αύξηση της κατανάλωσης του ηλεκτρισμού οφείλεται κυρίως στις μεγάλες βιομηχανικές επενδύσεις που έγιναν στην χώρα πριν από τη Δικτατορία (Αλουμίνιον της Ελλάδος, Λάρκο, λιπάσματα, πετροχημικά ΕSSO κ.λπ.).
Ο πρωθυπουργός της δικτατορίας Κωνσταντίνος Κόλλιας με μέλη της δικτατορίας έξω από τη Μητρόπολη στις 29 Απριλίου 1967
Στο πενταετές Πρόγραμμα της ΔΕΗ 1968-1972, που καταθέτει άμεσα η χούντα, ανατρέπεται εκ βάθρων το προηγούμενο δεκαετές πρόγραμμα 1965-1974 και ο προγραμματισμός έργων που είχε καταστρωθεί. Το νέο Πρόγραμμα και όλες οι ετήσιες αναθεωρήσεις που ακολουθούν θέτουν ως αιχμή την εντατική προώθηση των πετρελαϊκών σταθμών, αναιρώντας την εθνική επιλογή της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου για αξιοποίηση των εγχώριων ενεργειακών πηγών και την ενίσχυση της ενεργειακής αυτοδυναμίας της χώρας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των λιγνιτικών σταθμών Πτολεμαΐδας Νο. 4 και Νο. 5 (300 ΜW) και του υδροηλεκτρικού σταθμού Πολυφύτου (320 MW). O προγραμματισμός της Δικτατορίας τους μετατοπίζει 2-3 χρόνια αργότερα, ενώ ο υδροηλεκτρικός σταθμός Πουρναρίου αποσύρεται εντελώς από τον προγραμματισμό.
Μία δεύτερη στρατηγική επιλογή της ΔΕΗ αφορά στην υιοθέτηση της πυρηνικής ενέργειας, η οποία για πρώτη φορά συμπεριλαμβάνεται στο ενεργειακό της πρόγραμμα. Ήδη από το Δεκέμβριο του 1967 σε κοινοπραξία της Γαλλικής εταιρίας Bonnard Gardel, υπογράφεται σύμβαση με την Ελβετική ElectroWatt για την παροχή υπηρεσιών με στόχο την εγκατάσταση πυρηνικής μονάδας στην χώρα (επιλογή τεχνολογίας, επιλογή θέσης, βοήθεια επί θεμάτων νομοθεσίας κ.λπ.) έναντι αμοιβής ύψους 450.000 ελβετικών φράγκων. Η ίδια κοινοπραξία προβλέπεται ότι θα αναλάβει και το επόμενο πενταετές πρόγραμμα της ΔΕΗ, υποδηλώνοντας την επί της ουσίας απεμπόληση της εθνικής ανεξαρτησίας στον ενεργειακό σχεδιασμό. Η επιδίωξη για εγκατάσταση πυρηνικού σταθμού δεν ευοδώνεται τελικά και παρά το γεγονός ότι εξακολουθεί να παραμένει ασαφώς στον προγραμματισμό της ΔΕΗ και μετά τη Δικτατορία, αποσύρεται οριστικά το 1992.
Κατά την επταετία το πετρέλαιο καταλαμβάνει κυρίαρχη θέση στο Ηλεκτρικό Ισοζύγιο, με τη συμμετοχή του στο σύνολο εγκατεστημένης ισχύος να εκτοξεύεται από 31% το 1967 σε 50% το 1973
Έτσι, κατά την επταετία το πετρέλαιο καταλαμβάνει κυρίαρχη θέση στο Ηλεκτρικό Ισοζύγιο, με τη συμμετοχή του στο σύνολο εγκατεστημένης ισχύος να εκτοξεύεται από 31% το 1967 σε 50% το 1973, καθιστώντας τη ΔΕΗ πιο ευάλωτη στις επιπτώσεις της πρώτης ενεργειακής κρίσης. Παράλληλα, επενδυτικές επιλογές άστοχες, δαπανηρές και καθοδηγούμενες από εγχώρια και διεθνή κέντρα συμφερόντων (ενδεικτικά η κατά προτεραιότητα κατασκευή των αντιοικονομικών λιγνιτικών μονάδων της Μεγαλόπολης και η απόπειρα αξιοποίησης της τύρφης των Φιλίππων) επιβαρύνουν υπέρμετρα τον προϋπολογισμό της επιχείρησης και σε συνδυασμό με αδιαφανείς διαχειριστικές πρακτικές υποσκάπτουν την οικονομική της ευρωστία.
Και αν στην μεταπολίτευση η ΔΕΗ μπήκε πάλι σε τροχιά ενίσχυσης της ενεργειακής αυτοδυναμίας, στον διαχειριστικό τομέα η κληρονομιά που παρέλαβε από τη Δικτατορία προσέλαβε μόνιμα χαρακτηριστικά και ήταν δύσκολα ανατάξιμη διαχρονικά.