Το εμπάργκο των ξένων και η εγχώρια υπονόμευση

Στη διάρκεια των μνημονίων αναπτύχθηκαν δύο αντίθετες, αλλά εξίσου άτοπες θεωρίες για την κατεύθυνση της χώρας μας. Η μία θεωρούσε ότι τις κρίσεις χρέους τις παράγει και τις διαιωνίζει η εξάρτηση από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Μοχλός επιβολής τα δάνεια του 1824 και του 1825, που έγιναν με επαχθείς όρους και δεν μπορούσε να τα εξυπηρετήσει. Για να γλυτώσει από τον κλοιό, η Ελλάδα έπρεπε να αποτινάξει την κηδεμονία, να διαγράψει τα χρέη και μετά να αναζητήσει έναν αυτόνομο ρόλο. Η άλλη άποψη πιστεύει ότι, αφού δεν ήμασταν ικανοί να αποπληρώσουμε δύο δάνεια επί μισό αιώνα, χρειαζόμαστε «κάποιους απ’ έξω» να μας κηδεμονεύουν για να μην αφανιστούμε οικονομικά.

Και οι δύο προσεγγίσεις βασίζονται επιλεκτικά σε ορισμένα γεγονότα του 19ου αιώνα, αγνοούν όμως πολύ περισσότερα. Διότι ναι μεν τα πρώτα δάνεια είχαν επαχθείς όρους, αλλά συχνά την εξωτερική παρέμβαση την προετοίμαζαν εσωτερικές δυνάμεις για να επηρεάσουν την κατανομή ισχύος στο νεόκοπο κράτος.

Αξίζει να δούμε πώς γεννήθηκε και διαμορφώθηκε αυτό το δίπολο απομόνωσης-εξάρτησης τον 19ο αιώνα.

Η ανάγκη για τα πρώτα δάνεια

Λίγα χρόνια μετά την Επανάσταση, η Ελλάδα έχει μεγάλες χρηματοδοτικές ανάγκες και αναζητά δάνεια στο Λονδίνο. Το ρίσκο είναι μεγάλο επειδή το κράτος δεν έχει ακόμα στεριώσει και οι εκτάσεις που υπόσχεται ως εγγυήσεις μπορεί τελικά να μην του ανήκουν. Το 1824 χορηγείται δάνειο 800.000 λιρών στο 59% υπό το άρτιο, με προκαταβολή τόκων διετίας και υψηλές προμήθειες. Το 1825 η Ελλάδα επιδιώκει ένα μεγαλύτερο δάνειο με στόχο να ενισχύσει τον στόλο της, όμως η προσφορά κεφαλαίων στο Λονδίνο έχει στενέψει δραματικά και οι όροι χορήγησης γίνονται επαχθέστεροι. Το δάνειο είναι ονομαστικής αξίας 2 εκατ. λιρών και αγοράζεται στο 55% υπό το άρτιο, πάλι με προπληρωμή τόκων διετίας και ακόμα υψηλότερες προμήθειες. Ένα σημαντικό μέρος κρατείται για την εξόφληση του πρώτου δανείου (212.000) και ένα άλλο κατευθύνεται στην αγορά πολεμικού υλικού και έξι πλοίων (357.000). Όσα απομένουν δεν φτάνουν για την ανασυγκρότηση και σύντομα διαπιστώνεται αδυναμία εξυπηρέτησης.

Η φορολογική εξέγερση

Όταν το 1828 έρχεται ο Καποδίστριας, προσπαθεί να καθιερώσει ένα νέο φορολογικό σύστημα, αλλά τότε ξεσπούν μια σειρά από εξεγέρσεις που στερούν το νέο κράτος από έσοδα και επιτείνουν τις δυσκολίες αποπληρωμής των δανείων. Οι έμποροι της Σύρου εξεγείρονται όταν βάζει δασμούς, ενώ οι προύχοντες επιμένουν στα αφορολόγητα προνόμια που είχαν αποσπάσει από την Υψηλή Πύλη, οργανώνουν επιδρομές και αρπάζουν τους φόρους από τις αποθήκες. Ακολουθεί η ανταρσία στον Πόρο, επικεφαλής της οποίας τέθηκε ο Μιαούλης, αν και είχε διοριστεί διοικητής του στόλου από τον Καποδίστρια. Για να μη συλληφθεί, έδωσε εντολή να καούν τέσσερα πολεμικά πλοία, μεταξύ των οποίων και εκείνα που είχαν αγοραστεί με το επαχθές δάνειο του 1825. Ο ίδιος δεν τιμωρείται, αλλά λίγους μήνες αργότερα δολοφονείται ο Καποδίστριας από τις οικογένειες των φοροφυγάδων της Μάνης. Ακολουθεί ένας χρόνος χάους και συγκρούσεων, τα έσοδα καταρρέουν και η φερεγγυότητα της χώρας πάει στα τάρταρα. Το Συνέδριο του Λονδίνου το 1832 προβλέπει τη χορήγηση νέων δανείων, αλλά με εγγυήτριες τις τρεις Δυνάμεις, οι οποίες αποκτούν θεσμικό δικαίωμα παρέμβασης στην οικονομική πολιτική.

Οι πρόθυμοι συνεργοί

Με λίγες εξαιρέσεις, τα πολιτικά κόμματα είδαν εξαρχής τις δυνατότητες που τους έδινε το δικαίωμα παρέμβασης των τριών Δυνάμεων και έσπευσαν να το εργαλειοποιήσουν ως πίεση στους εσωτερικούς αντιπάλους τους. Για παράδειγμα, το 1840 ο Κωλέττης διαμήνυε στους ξένους ότι «ο βασιλιάς θα εισάκουε περισσότερο τις συμβουλές της βρετανικής και της γαλλικής κυβέρνησης, επειδή είχε φτάσει η ώρα καταβολής της τρίτης δόσης του ελληνικού δανείου από τις Προστάτιδες Δυνάμεις», και πίστευε ότι «ίσως αυτό αποτελέσει την αρχή μιας ριζικής πολιτικής αλλαγής», που ο ίδιος επιδίωκε για την προσωπική του ισχύ. Χρειάστηκε η χώρα να υποστεί την αγγλογαλλική επέμβαση του 1854 εναντίον της συμμετοχής της στον Κριμαϊκό Πόλεμο, για να συνειδητοποιηθεί από τα κόμματα η ανάγκη «να απελευθερωθού[ν] το συντομότερο δυνατό από το ξένο μαστίγιο», όπως έγραψε ο Σπυρίδων Τρικούπης στον Μαυροκορδάτο το 1854 (βλ. Hering, G., Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, 1821-1936, τ. Α΄, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2006, σελ. 219, 313).

Ο πιστωτικός αποκλεισμός της χώρας από τις αγορές συνεχίστηκε για μισό και πλέον αιώνα και την κράτησε σε διαρκή υστέρηση. Μόλις το 1878 έληξε το θέμα με τα δάνεια της ανεξαρτησίας, ενώ λίγο πριν είχε εξοφληθεί και το δάνειο του 1832. Κατά σύμπτωση, τα κόμματα που είχαν αναφορά στις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις μπήκαν τότε σε παρακμή και ένα νέο πολιτικό τοπίο άρχισε να διαμορφώνεται, με πρωταγωνιστή τον Χαρίλαο Τρικούπη. Ήταν η εποχή των μεγάλων έργων, με τον σιδηρόδρομο, τη διώρυγα της Κορίνθου, τα λιμάνια, αλλά και την αναβάθμιση του στόλου και του στρατού για να είναι η χώρα ισχυρή και ετοιμοπόλεμη. Όμως παραμόνευε ακόμα μία πτώχευση, το 1893, μια εθνική ήττα το 1897 και ένας Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος το 1898. Η Ελλάδα τα καταφέρνει καλύτερα το 1910, όταν εισέρχεται ισότιμα και σθεναρά στον Κανόνα του Χρυσού και αμέσως μετά με τον Βενιζέλο ξεκινά τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους.

Η πορεία κορυφώνεται μία δεκαετία αργότερα με τη Συνθήκη των Σεβρών και τη Μεγάλη Ελλάδα, αλλά επικρατούν οι δυνάμεις που τη θέλουν μικρή, ουδέτερη και απομονωμένη. Η χώρα βουλιάζει στη Μικρασιατική Καταστροφή, όμως ανασυντάσσεται και λίγο μετά εισέρχεται εκ νέου στον Κανόνα Χρυσού-Συναλλάγματος. Και πάλι όμως ακυρώνεται, αυτήν τη φορά από την παγκόσμια κρίση του 1929, και πρέπει να περιμένει πολλές δεκαετίες για να ξαναβρεί τον βηματισμό της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο κοινό νόμισμα, όπου και παραμένει μέχρι σήμερα. Παρά τους άγριους κλυδωνισμούς στην πρόσφατη κρίση χρέους, ούτε στο χάος της χρεοκοπίας και του απομονωτισμού παραδόθηκε ούτε την έξωθεν υπαγόρευση καθιέρωσε ως πλαίσιο αναφοράς. Απαίτηση της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών είναι η ισότιμη ένταξη και συμμετοχή της χώρας στο διεθνές σύστημα. Αυτό είναι τελικά το πιο αισιόδοξο μήνυμα για τη μελλοντική μας πορεία.