Ανθρωπιστικές αξίες και Ελληνική Επανάσταση
Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, πολιτικοί, διανοούμενοι και δημόσια πρόσωπα, όλοι όσοι μπορούσαν να μιλήσουν, να γράψουν και να σχολιάσουν αυτό που συνέβαινε μεταξύ των ελληνόφωνων ορθοδόξων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεν είχαν καμία δυσκολία να συσχετίσουν την εξέγερση με την έννοια της δουλείας και να χαρακτηρίσουν τους εξεγερμένους θύματα της βαρβαρότητας του σουλτάνου. Από την πρώτη στιγμή τέθηκε σε κίνηση ένα λεξιλόγιο που προοριζόταν να προκαλέσει ανθρωπιστικά συναισθήματα. Λέξεις όπως εξόντωση, αφανισμός, αιματοχυσία, σφαγές και δουλεία ήταν σε κοινή χρήση. Όλα αυτά συνδέθηκαν με την ιδέα της παραβίασης των φυσικών/ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ταξίδεψαν μέσω του φιλελληνικού λόγου, των διπλωματικών εγγράφων και των εντύπων από έγγραφο σε έγγραφο, από άρθρο σε άρθρο, από χείλη σε χείλη.
Οι έννοιες της ανθρωπιάς και των ανθρωπιστικών αξιών έγιναν ένας από τους τρεις κεντρικούς πυλώνες του πολύπτυχου κινήματος του φιλελληνισμού, που διαμορφώθηκε από την αρχή της ελληνικής εξέγερσης ως ένα ισχυρό κίνημα συμπαράστασης υπέρ της απελευθέρωσης των γαιών των επαναστατημένων Ελλήνων και εξαπλώθηκε σε όλο σχεδόν τον κόσμο, από την Ευρώπη στην αμερικανική ήπειρο έως την Ινδία. Ένα κίνημα που εκφράστηκε με ποιήματα, άρθρα, φλογερές εκκλήσεις, συγκέντρωση χρημάτων, δημιουργία επιτροπών και κομιτάτων.
Η επίκληση των ανθρωπιστικών αξιών και ο λόγος περί υποδούλωσης των Ελλήνων στον σουλτάνο είχε πολλές συγγένειες με το κίνημα ενάντια στο δουλεμπόριο των μαύρων ανθρώπων, που είχε αναπτυχθεί από τα τέλη του 18ου αιώνα και εντάθηκε ιδιαίτερα κατά την περίοδο του Συνεδρίου της Βιέννης (1814-1815).
Στο τελικό κείμενο του Συνεδρίου της Βιέννης προστέθηκε μία πολυμερής απόφαση που ήταν μια κοινή διακήρυξη των περισσότερων ευρωπαϊκών δυνάμεων υπέρ της κατάργησης του δουλεμπορίου. Με το να υπογράψουν οι εκπρόσωποι των μεγαλύτερων δυνάμεων τη διακήρυξη αυτήν εδραίωσαν για πρώτη φορά στην ιστορία έναν ανθρωπιστικό κανόνα στο διεθνές δίκαιο και στην εκφορά του πολιτικού και διπλωματικού λόγου. Οι υπέρμαχοι της κατάργησης του δουλεμπορίου, Βρετανοί ιδίως ακτιβιστές, κατάφεραν τότε να κινητοποιήσουν αποτελεσματικά την κοινή γνώμη σε όλη σχεδόν την Ευρώπη και την Αμερική, και έτσι πίεσαν τους πολιτικούς –που είχαν συγκεντρωθεί στη Βιέννη για να αποφασίσουν το σύστημα ασφαλείας που θα εφαρμοζόταν μετά την οριστική ήττα του Ναπολέοντα και το τέλος των ναπολεόντειων πολέμων– να υιοθετήσουν τις ανθρωπιστικές αξίες στην άσκηση της διεθνούς πολιτικής.
Έτσι, η διακήρυξη –που δεν ήταν απόφαση– είχε ευρύτερες και μακροπρόθεσμες συμβολικές και πολιτικές συνέπειες. Επίσης, οι πρακτικές που υιοθετήθηκαν τότε από τους ακτιβιστές, καθώς και οι μηχανισμοί που κινητοποιήθηκαν προκειμένου να ληφθεί μια τέτοια πρωτοβουλία είχαν ως αποτέλεσμα την ενδυνάμωση του παράγοντα κοινή γνώμη, που πλέον θα θεωρείται ένας ικανός μοχλός πίεσης των εκάστοτε κυβερνήσεων και παρέμβασης υπέρ της προάσπισης των ανθρώπινων κανόνων και αξιών. Αυτά όλα θα είναι μια παρακαταθήκη για το μέλλον, και μάλιστα το άμεσο: Η κοινή γνώμη μέσα από τις πρακτικές των φιλελλήνων θα είναι ιδιαίτερα δυναμική και ηχηρή υπέρ των εξεγερμένων.
Κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου της Βιέννης η ρωσική αντιπροσωπεία με τις υποδείξεις του Ιωάννη Καποδίστρια επιχείρησε να εφαρμόσει παρόμοιες πρακτικές και επιχειρήματα με αυτά των ακτιβιστών υπέρ της κατάργησης του δουλεμπορίου και ως προς τους χριστιανούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ με αφορμή τη σερβική υπόθεση θα προσπαθήσει να επιτύχει κατ’ αναλογία μια πολυμερή διακήρυξη καταδίκης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με το επιχείρημα ότι στα Βαλκάνια έρρεε το αίμα των χριστιανών και αυτό ήταν απόρροια μιας δεσποτικής και βάρβαρης (δηλαδή μη ευρωπαϊκής) εξουσίας, που δεν σεβόταν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η προσπάθεια απέτυχε, ωστόσο το θέμα συζητήθηκε στο περιθώριο των εργασιών του Συνεδρίου.
Οι θεωρητικές συζητήσεις για τις ανθρωπιστικές αξίες, που γίνονταν με αφορμή την πολιτική για την κατάργηση του δουλεμπορίου, οδήγησαν σε μία επεμβατική πρακτική στη διεθνή πολιτική. Πολλοί ερευνητές τοποθετούν χρονικά τη συζήτηση περί ανθρωπιάς, ανθρωπιστικών αξιών και πρακτικών στον 20ό αιώνα ως κάτι που απορρέει από τους δύο παγκόσμιους πολέμους και τη Νυρεμβέργη. Παρά ταύτα, νεότερες μελέτες υποστηρίζουν ότι η ιδέα των ανθρωπιστικών αξιών ως συστατικό στοιχείο του πολιτικού λόγου και ιδιαίτερα του διπλωματικού είναι παρούσα καθ’ όλο τον 19ο αιώνα, με αρχή το κίνημα κατά του δουλεμπορίου και κομβική στιγμή την Ελληνική Επανάσταση, ακριβώς επειδή στο Συνέδριο της Βιέννης το ηθικό επιχείρημα του ανθρωπισμού έγινε ένας νομικός κανόνας. Βεβαίως, και στις δύο περιπτώσεις η επίκληση των ανθρωπιστικών αξιών δεν ήταν απαλλαγμένη από ασυνέπειες ούτε ήταν πάντα ικανή να παρακάμψει τους στρατηγικούς στόχους της εκάστοτε Δύναμης, που έπαιζαν τελικά και τον μεγαλύτερο ρόλο.
Από την άλλη μεριά, το επιχείρημα της σκλαβιάς, που εδραζόταν στην ιδέα των φυσικών/ανθρωπίνων δικαιωμάτων, χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην εποχή μετά τη Βιέννη προκειμένου να χαρακτηριστεί η κατάσταση των υπόδουλων χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μια τέτοια περιγραφή αφενός απονομιμοποιούσε την κυριαρχία του σουλτάνου, αφετέρου οδηγούσε στην πεποίθηση ότι ο Αγώνας των Ελλήνων ήταν νόμιμος καθώς στρεφόταν εναντίον ενός βάρβαρου κυριάρχου. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης οι φιλέλληνες, αλλά και πολλοί πολιτικοί, ιδιαίτερα μετά τη σφαγή της Χίου και αργότερα μετά το Μεσολόγγι, συνέδεσαν δύο ξεχωριστές έννοιες σε μία: τον ανθρωπισμό και το καθήκον της επέμβασης όχι για να κατασταλεί η Επανάσταση (κάτι που έκαναν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις με τις επαναστάσεις της Ιταλίας και της Ισπανίας), αλλά για να σωθούν οι επαναστατημένοι Έλληνες από την ακατάπαυστη αιματοχυσία. Η ιδέα της χρήσης βίας προκειμένου να προστατευτούν τα φυσικά δικαιώματα των εξεγερμένων και να σωθεί ένας πληθυσμός από πιθανό αφανισμό κυοφορούνταν στους πολιτικούς και διπλωματικούς κύκλους της εποχής, και σε αυτήν τη βάση οι φιλέλληνες –φιλελεύθερης ή συντηρητικής κοπής–, καθώς και οι ίδιοι οι επαναστατημένοι προσκαλούσαν τις Μεγάλες Δυνάμεις να επέμβουν υπέρ των εξεγερμένων. Αυτό είναι και το υπόβαθρο για να χαρακτηρίσουν οι νομικοί τη ναυμαχία του Ναβαρίνου ως ανθρωπιστική επέμβαση.