Άνθρακας και αέρια του θερμοκηπίου
Του ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΞΕΠΑΠΑΔΕΑ,
Ομότιμου Καθηγητή του ΟΠΑ, Καθηγητή του Πανεπιστήμιου της Μπολόνια, Διεθνές Μέλος Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών ΗΠΑ.
Σύμφωνα με την πρόσφατή έκθεση της Integovernmental Panel on Climate Change η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι το 2020 ξεπερνά τον 1oC. Η αύξηση αυτή είναι ανθρωπογενής, δημιουργήθηκε από την εκτεταμένη χρήση ορυκτών καυσίμων και προκαλεί την κλιματική αλλαγή. Πρόσφατες εκτιμήσεις ανεβάζουν το κόστος της κλιματικής αλλαγής στο 15%-20% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε παγκόσμιο επίπεδο για το 2100 σε σύγκριση με την περίοδο 2000-2020, αν η μέση αύξηση της θερμοκρασίας φτάσει τους 2,5-3oC, που είναι πολύ πιθανή αν συνεχιστούν οι σημερινές τάσεις, με τις συγκριτικά μεγαλύτερες επιπτώσεις στις αναπτυσσόμενες χώρες. Στη χώρα μας σύμφωνα με τη μελέτη της Τραπέζης της Ελλάδος του 2011 το κόστος της κλιματικής αλλαγής μέχρι το 2100 ανέρχεται σε 700 δις ευρώ.
Το κόστος της κλιματικής αλλαγής είναι κοινωνικό κόστος το οποίο προκαλείται από τις εκπομπές Αερίων του Θερμοκηπίου (ΑτΘ), π.χ. διοξείδιο του άνθρακα (CO2), μεθάνιο κ.α. Tο Κοινωνικό Κόστος του Άνθρακα (ΚΚΑ) είναι η παρούσα αξία του κόστους κλιματικής αλλαγής το οποίο δημιουργείται από την εκπομπή ενός επιπλέον τόνου ΑτΘ, το οποίο παραμένει στη ατμόσφαιρα και προκαλεί ζημιές για εκατονταετίες. Το ΚΚΑ είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στην επιλογή της βαρύτητας πού δίνεται στην ευημερία των μελλοντικών γενιές σε σχέση με τις τωρινές γενιές. Υψηλός συντελεστής βαρύτητας οδηγεί σε υψηλό ΚΚΑ και αντίστροφα. Ο William Nordhaus στη διάλεξη Nobel Lecture in Economic Sciences το 2018 εκτιμά τιμές ΚΚΑ μεταξύ 91 και 236 $/τ CO2.
Η κλιματική συμφωνία στο Παρίσι το Δεκέμβριο 2015 ορίζει δύο πυλώνες για το σχεδιασμό πολιτικής επιβράδυνσης της κλιματικής αλλαγής και τον περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας στους 1.5οC. Μετριασμό, δηλαδή μείωση των εκπομπών των ΑτΘ και προσαρμογή, που σημαίνει ανάληψη δράσεων για τον περιορισμό του κόστους από την εξέλιξη της κλιματικής αλλαγής. Κεντρικής σημασίας στο σχεδιασμό αποτελεσματικής πολιτικής μετριασμού ή προσαρμογής είναι το ΚΚΑ και η χρήση του στην τιμολόγηση των αντίστοιχων εκπομπών.
Η υιοθέτηση τεχνολογιών χαμηλού άνθρακα και αυξημένης ενεργειακής αποδοτικότητας θα αυξήσει την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας
Η ανάγκη τιμολόγησης, έτσι ώστε οι εκπομπές των ΑτΘ να έχουν κόστος στη δραστηριότητα που τις δημιουργεί, προκύπτει από το γεγονός ότι χωρίς αυτήν οι εκπομπές δεν αποτελούν ιδιωτικό κόστος για τον δημιουργό τους, προκαλούν όμως κοινωνικό κόστος το οποίο διαχέεται σε παγκόσμια κλίμακα. Η τιμολόγηση του άνθρακα με γνώμονα το ΚΚΑ δημιουργεί ισχυρά κίνητρα για χρήση τεχνολογιών χαμηλού ή μηδενικού άνθρακα και επομένως βοηθά στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.
Το ΚΚΑ μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως σημείο αναφοράς για τον προσδιορισμό φόρου άνθρακα που θα τo ενσωματώνει στο ιδιωτικό κόστος παραγωγής, στην πράξη όμως η ενσωμάτωση αυτή γίνεται μέσω του κόστους αγοράς εμπορεύσιμων αδειών άνθρακα οι οποίες δίνουν στον κάτοχο τους το δικαίωμα εκπομπής ενός τόνου CO2. Στο Ευρωπαϊκό EU-Emissions Trading System σύστημα εμπορεύσιμων αδειών, το μεγαλύτερο στον κόσμο, έχουν διαμορφωθεί πολύ πρόσφατα τιμές πάνω από 95€/τCO2. Τιμές εμπορευσίμων αδειών διαμορφώνονται και σε αλλά παρόμοια συστήματα (π.χ. Ηνωμένο Βασίλειο, Καλιφόρνια, Κίνα).
Ενώ υπάρχει αυξανόμενη συναίνεση μεταξύ κυβερνήσεων και επιχειρηματικού κόσμου για την ανάγκη τιμολόγησης του άνθρακα οι διαμορφούμενες τιμές είναι ανεπαρκείς για την επίτευξη του στόχου των 1.5οC, λαμβάνοντας υπόψη τις τρέχουσες εξελίξεις των εκπομπών. Ακόμη όμως και αυτές οι «χαμηλές» τιμές υποδηλώνουν την μη ανταγωνιστικότητα του λιγνίτη ή του άνθρακα στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας όταν εφαρμόζονται πολιτικές τιμολόγησης με βάση το ΚΚΑ, σε σύγκριση για παράδειγμα με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η μείωση της ανταγωνιστικότητας λιγνίτη/άνθρακα επιτείνεται αν πάψουν οι επιδοτήσεις στα ορυκτά καύσιμα σε διεθνές επίπεδο.
Η χώρα μας, λόγω μεγέθους, έχει πολύ μικρό αποτύπωμα στην εξέλιξη της κλιματικής αλλαγής, φέρει όμως το κόστος των επιπτώσεών της στην ιδιαίτερα ευάλωτη περιοχή της Μεσογείου. Η υιοθέτηση τεχνολογιών χαμηλού άνθρακα και αυξημένης ενεργειακής αποδοτικότητας, θα αυξήσει την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας. Η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, στο πλαίσιο της εθνικής στρατηγικής, έχει τη δυνατότητα να προσφέρει όχι μόνο προστασία από τις ζημίες της - ειδικά αν η μέση αύξηση της θερμοκρασία ξεπεράσει τον 1.5οC κάτι το οποίο είναι πολύ πιθανό – αλλά ταυτόχρονα αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, επειδή αποτελεσματική προσαρμογή σημαίνει ανάληψη επενδυτικών προγραμμάτων σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο.