Ανισορροπία στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών της Ελληνικής Οικονομίας
ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Οικονομικές και χρηματοπιστωτικές κρίσεις
Του Δρ. ΖΑΧΑΡΙΑ ΜΠΡΑΓΟΥΔΑΚΗ,
Υποδιευθυντή στην Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών, Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ),
Επισκέπτη Καθηγητή Στατιστικής και Οικονομετρίας την περίοδο 2019-2022, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ)
Οι μακροχρόνιες μακροοικονομικές ανισορροπίες μιας μικρής και ανοικτής οικονομίας, όπως είναι η ελληνική, μπορούν να εμφανιστούν και να μετρηθούν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, έχοντας όμως κάθε φόρα ως βασική αίτια και κοινό παρονομαστή ένα μη αποτελεσματικό παραγωγικό πρότυπο ανάπτυξης. Η δημιουργία πρωτογενών δημοσιονομικών ελλειμμάτων, εισοδηματικών ανισοτήτων, επενδυτικού κενού και ελλειμματικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αποτελούν βασικές εκφάνσεις μακροοικονομικών ανισορροπιών της ελληνικής οικονομίας.
Το άρθρο εστιάζει στην ανάδειξη του προβλήματος του ελλειμματικού Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ). Πιο συγκεκριμένα, στο άρθρο παρουσιάζεται το διαχρονικό πρόβλημα του ΙΤΣ, επιχειρείται η διερεύνηση των αιτιών και προτείνονται εναλλακτικές πολιτικές με στόχο την βελτίωσή του.
Το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ) είναι ένα σημαντικό μακροοικονομικό μέγεθος που μετρά την σχετική θέση μια χώρας αναφοράς σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο αντανακλώντας τις παραγωγικές δυνατότητες και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας αναφοράς. Ειδικότερα, το ΙΤΣ αποτελείται από τα εξής επιμέρους ισοζύγια:
α) Το εμπορικό ισοζύγιο, δηλαδή τις συνολικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών μείον τις συνολικές εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, β) το ισοζύγιο των πρωτογενών εισοδημάτων, δηλαδή την καθαρή αξία των εισπράξεων από εργασία (αμοιβές, μισθοί), από επενδύσεις (τόκοι, μερίσματα, κέρδη) και από λοιπά πρωτογενή εισοδήματα όταν αφαιρεθούν οι αντίστοιχές πληρωμές και γ) το ισοζύγιο των δευτερογενών εισοδημάτων, δηλαδή την καθαρή αξία των εισπράξεων από τον τομέα της κυβέρνησης και τους λοιπούς τομείς όταν αφαιρεθούν οι αντίστοιχες πληρωμές.
Ένα πλεονασματικό ΙΤΣ αποτελεί ένδειξη μιας οικονομίας που είναι καθαρός πιστωτής στον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό σημαίνει ότι η χώρα παρέχει πλεονάζοντες πόρους σε άλλες οικονομίες και συνεπώς της οφείλονται χρήματα ως αντάλλαγμα. Παρέχοντας αυτούς τους πόρους στο εξωτερικό, μια χώρα με πλεόνασμα δίνει σε άλλες οικονομίες την δυνατότητα να καλύψουν τις εγχώριες ανάγκες σε κατανάλωση και επενδύσεις. Αυτή η διαδικασία ονομάζεται χρηματοδότηση ελλείμματος.
Αντίστροφα, το έλλειμμα του ΙΤΣ αντικατοπτρίζει μια οικονομία που είναι καθαρός οφειλέτης στον υπόλοιπο κόσμο. Επενδύει και καταναλώνει περισσότερα από όσα εξοικονομεί από τους ιδίους πόρους με συνέπεια να αναγκάζεται να χρησιμοποιεί πόρους και από άλλες οικονομίες προκειμένου να καλύψει τις εγχώριες ανάγκες της.
Εξελίξεις στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών της Ελληνικής Οικονομίας και αιτίες ανισορροπίας
Η ελληνική οικονομία κατέγραψε το μεγαλύτερο έλλειμμα ΙΤΣ, -9,7% του ονομαστικού ΑΕΠ το 2022, συγκριτικά με όλες τις χώρες της ευρωζώνης, αλλά και το 2021 το έλλειμμα ήταν υπερβολικά μεγάλο αφού έφτασε το -6,8% του ΑΕΠ.
Συγκριτικά με ένα σύνολο ανταγωνιστικών οικονομιών του Ευρωπαϊκού Νότου όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία, η Ελλάδα σημειώνει διαχρονικά τις χειρότερες επιδόσεις στο ΙΤΣ ως ποσοστό του ονομαστικού ΑΕΠ. Πιο συγκεκριμένα, για την Ελλάδα η μέση τιμή του ελλείμματος στο ΙΤΣ ως ποσοστό του ονομαστικού ΑΕΠ την περίοδο 2002-2022 ήταν -6,8%, ενώ για την Πορτογαλία -4,3%, την Ισπανία -1,9% και την Ιταλία +0,3%.
Η Ελλάδα δεν κατάφερε να πετύχει πλεονασματικό ΙΤΣ σε όλη την υπό εξέταση περίοδο και το γεγονός αυτό οφείλεται στο σταθερά ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο αγαθών. Το ισοζύγιο αγαθών (καύσιμα, πλοία και λοιπά αγαθά) είναι σταθερά ελλειμματικό σε όλη την υπό εξέταση περίοδο, ενώ αντιθέτως το ισοζύγιο υπηρεσιών (ταξιδιωτικό, μεταφορές και λοιπές υπηρεσίες) είναι πλεονασματικό (βλ. διάγραμματα).
Πιο συγκεκριμένα, το διάστημα 2002-2008 το ΙΤΣ επιδεινώθηκε σημαντικά με αποκορύφωμα την διετία 2007-2008 που το έλλειμμα ξεπέρασε το -15,0% του ΑΕΠ φθάνοντας τα 36 δισ. ευρώ. Την περίοδο 2009-2012 σημειώθηκε σημαντική βελτίωση στο έλλειμμα ΙΤΣ, γεγονός που οφείλεται στη μεγάλη βελτίωση (μείωση) του εμπορικού ελλείμματος. Εντούτοις, η βελτίωση του εμπορικού ελλείμματος βασίστηκε πρωτίστως στην μείωση των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, εξαιτίας της σημαντικής συρρίκνωσης του εθνικού εισοδήματος και κατ’ επέκταση της εσωτερικής ζήτησης, και δευτερευόντως στην πρόοδο που έγινε σε όρους εξαγωγικών επιδόσεων λόγω της βελτίωσης στην ανταγωνιστικότητα τιμής. Την περίοδο 2013-2019 το έλλειμμα του ΙΤΣ κινήθηκε σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, (-1,6% του ΑΕΠ, κατά μ.ό.), σταδιακή επανάκτηση της σχετικής ανταγωνιστικότητας τιμής και σταθεροποίηση του εμπορικού ελλείμματος σε επίπεδα κοντά στα 2 δισ ευρώ κατά μ.ό.
Αντιθέτως, την περίοδο 2020 – 2022 σημειώθηκε σημαντική αύξηση στο έλλειμμα ΙΤΣ, αφού το εμπορικό έλλειμμα παρουσίασε σημαντική χειροτέρευση επί τρία συναπτά έτη φτάνοντας τα 20 δισ. ευρώ το 2022 (Βλ. διάγραμματα).
Πιο συγκεκριμένα, το έλλειμμα του ΙΤΣ αυξήθηκε κατά περίπου 7,8 δισ. ευρώ το 2022 σε σχέση με το 2021 και έφτασε το -9,7% του ονομαστικού ΑΕΠ. Οι κύριοι παράγοντες που συνέβαλαν στην επιδείνωση του ΙΤΣ ήταν:
α )Το ισοζύγιο λοιπών αγαθών (εκτός καυσίμων) λόγω της ανόδου των εισαγωγών για καταναλωτικά αγαθά, που συνδέεται με τη συσσωρευμένη καταναλωτική ζήτηση, καθώς και για ενδιάμεσα αγαθά, που συνδέεται με την εγχώρια βιομηχανική παραγωγή, ενώ η αύξηση των εξαγωγών λοιπών αγαθών αντιστάθμισε μερικώς την επιδείνωση. Αντιθέτως, το ισοζύγιο υπηρεσιών, παρά την κρίση της πανδημίας του COVID-19 που επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τις τουριστικές εισπράξεις την διετία 2020-2021 (λόγω του περιορισμού των διασυνοριακών μετακινήσεων) συνέχισε να συμβάλει θετικά στο ΕΙ αφού ήταν πλεονασματικό (19,5 δισ. ευρώ το 2022 από 7,3 δισ. ευρώ το 2020).
β) Το ισοζύγιο καυσίμων λόγω της αύξησης τόσο των τιμών των καυσίμων όσο και του όγκου των εισαγωγών.
γ) Το ισοζύγιο δευτερογενών εισοδημάτων λόγω της ετεροχρονισμένης καταβολής των ποσών που συνδέονται με την επιστροφή των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων και της δεύτερης δόσης από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) το α΄ τρίμηνο του 2023 αντί εντός του β΄ εξαμήνου 2022. Η επιδείνωση αυτή αντισταθμίστηκε μερικώς από την αύξηση του πλεονάσματος του ισοζυγίου ταξιδιωτικών υπηρεσιών.
Τέλος, η σημαντική αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ κατά 14,0%, λόγω της αύξησης του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές κατά 5,9%, αλλά και λόγω του υψηλού πληθωρισμού (ο αποπληθωριστής του ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 8,1%) συνέβαλε στη θετικά στη συγκράτηση του ελλείμματος του ΙΤΣ ως ποσοστό του ονομαστικού ΑΕΠ, αλλά δεν ήταν αρκετή ώστε να αντισταθμίσει τους υπόλοιπους επιβαρυντικούς παράγοντες.
Συνοψίζοντας, η βασική ανισορροπία του εξωτερικού τομέα της ελληνικής οικονομίας οφείλεται στο ισοζύγιο αγαθών, το οποίο αποτελεί και την κύρια αιτία για το έλλειμμα που παρουσιάζει διαχρονικά το εμπορικό ισοζύγιο και κατ’ επέκταση και το ΙΤΣ.
H υψηλή ελαστικότητα των εισαγωγών ως προς το ΑΕΠ, εξαιτίας του υψηλού βαθμού στο εισαγωγικό περιεχόμενο των επενδύσεων (41%), των εξαγωγών (31%) και της ιδιωτικής κατανάλωσης (25%) [Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής ΤτΕ, 2017-2018], και η ταυτόχρονη αδυναμία επαρκούς υποκαταστασιμότητας των εισαγομένων ενδιάμεσων βιομηχανικών αγαθών από την εγχώρια παραγωγή, σε συνδυασμό με το υφιστάμενο επενδυτικό κενό, μπορούν να θεωρηθούν ως αιτίες για την διαχρονική ανισορροπία του εξωτερικού τομέα της ελληνικής οικονομίας.
Επισημαίνεται όμως ότι οι εξελίξεις της τελευταίας τριετίας 2020-2022 διαφέρουν σε σχέση με αυτές που προηγήθηκαν της ελληνικής κρίσης. Τότε η διεύρυνση του ελλείμματος του ΙΤΣ οφειλόταν σχεδόν αποκλειστικά στην σημαντική χειροτέρευση της ανταγωνιστικότητας κόστους και τιμής και την απουσία διαθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε βασικούς τομείς και θεσμούς της ελληνικής οικονομίας. Μεγάλο μέρος της πρόσφατης διεύρυνση του ελλείμματος του ΙΤΣ οφείλεται σε συγκυριακούς παράγοντες, όπως για παράδειγμα στην πανδημία και την εκτίναξη των τιμών της ενέργειας. Ένα μικρότερο μέρος οφείλεται στην αύξηση εισαγωγών κεφαλαιουχικών αγαθών, τα οποία όμως συμβάλλουν θετικά στην αύξηση της παραγωγικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας και μεσοπρόθεσμα, μέσω εξαγωγών, στη βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου. Επίσης ένα σημαντικό μέρος προέρχεται από την εισαγωγή ενδιάμεσων αγαθών, γεγονός που ενδεχομένως αντανακλά ελλείψεις στην πλευρά προσφοράς, αλλά μπορεί και να υποδηλώνει θετικές προοπτικές για την μεγέθυνση της ελληνικής βιομηχανίας και την μεγαλύτερη ενσωμάτωσή της στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες.
Η ελληνική οικονομία έχει ισχυροποιηθεί, αφού έχει υλοποιηθεί ένα εύρος διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων
Προτάσεις πολιτικής
Σήμερα η ελληνική οικονομία έχει ισχυροποιηθεί σε σχέση με το παρελθόν, αφού έχει υλοποιηθεί ένα εύρος διαθρωτικών μεταρρυθμίσεων κυρίως στην αγορά εργασίας αλλά και σε μικρότερο βαθμό στις αγορές προϊόντος, η αξιοπιστία της χώρας έχει βελτιωθεί και η εμπιστοσύνη των αγορών για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας είναι θετική. Επίλυση θεσμικών θεμάτων όπως η γρήγορή απονομή της δικαιοσύνης, η μείωση της γραφειοκρατίας, η επιτάχυνση και απλοποίηση του μηχανισμού αδειοδότησης παραγωγικών επενδύσεων με εξαγωγικό προσανατολισμό θα ενδυνάμωνε την εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας και θα βοηθούσε στην βελτίωση του ΙΤΣ.
Οι πολιτικές για την αύξηση των εξαγωγών θα πρέπει να στοχεύουν στην υποστήριξη των εξαγωγικών επιχειρήσεων, και στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας τιμής, αφού αυτό που έχει παρατηρηθεί στην ελληνική οικονομία είναι ότι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας οφείλεται κυρίως στη μείωση του εργατικού κόστους και πολύ λιγότερο στη μείωση των τιμών λόγω του ανοίγματος των αγορών προϊόντος.
Για τη μείωση των εισαγωγών οι κατάλληλες πολιτικές θα πρέπει να στοχεύουν σε μια μεταβολή του παραγωγικού υποδείγματος με υποστήριξη των επιχειρήσεων που ενισχύουν τον κεφαλαιουχικό εξοπλισμό της οικονομίας, ώστε να μειωθεί η εξάρτηση από εισαγωγές και στον τομέα των διαρκών καταναλωτικών αγαθών.
Παράγοντες που δεν συνδέονται με την τιμή, όπως οι επενδύσεις και ο βαθμός αξιοποίησης της τεχνολογίας, παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των εξαγωγών μιας χώρας, ειδικότερα σε έναν πιο μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα. Οι επενδύσεις και η χρήση της τεχνολογίας ενισχύουν την ποιότητα των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών και επιτρέπουν τη δημιουργία αναγνωρίσιμων ετικετών στις διεθνείς αγορές.
Η μεταβολή των τιμών επηρεάζεται τόσο από τη μεταβολή στο μοναδιαίο κόστος εργασίας όσο και από τη μεταβολή των περιθωρίων κέρδους. Για παράδειγμα, αν το μοναδιαίο κόστος εργασίας μειώνεται αλλά τα περιθώρια κέρδους αυξάνονται, τότε οι τιμές μπορεί να διαμορφώνονται σε υψηλότερα επίπεδα παρά τη μείωση του κόστους εργασίας. Η επίτευξη εύκολου και υψηλού περιθωρίου κέρδους των επιχειρήσεων εντός της εγχώριας οικονομίας, εξαιτίας της ολιγοπωλιακής διάρθρωσης, εξασθενεί το κίνητρο εξωστρέφειας και ανοίγματος σε ξένες αγορές, με συνέπεια αφενός την επίτευξη χαμηλότερων επιδόσεων στον εξαγωγικό τομέα, αφετέρου κάνει τις επιχειρήσεις περισσότερο εσωστρεφείς και ευάλωτες σε τυχόν καθοδικές μεταβολές της εσωτερικής ζήτησης [Bragoudakis (2018, 2017, 2014)].
Τέλος, η αύξηση της τραπεζική χρηματοδότησης από ευρωπαϊκούς πόρους προς τις ΜμΕ σε εμπορεύσιμους τομείς με συγκριτικό πλεονέκτημα και εξαγωγικό προσανατολισμό, αλλά και σε τομείς υψηλής τεχνολογίας, εκτιμάται ότι θα βοηθήσει στην αλλαγή παραγωγικού προτύπου της ελληνικής οικονομία και θα βελτιώσει την ανισορροπία στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (ΙΤΣ) μεσοπρόθεσμα.