Από το Bitcoin στα Stablecoins και στα CBDCs
Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΔΡΑΚΟΥ,
Καθηγητή του Τμήματος Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του ΟΠΑ
Οι αγορές χρήματος και κεφαλαίου διαχρονικά χαρακτηρίζονται από μια τάση υιοθέτησης καινοτόμων τεχνολογιών. Επίσης, στις αγορές αυτές έχουν εισαχθεί κατά καιρούς νέα περιουσιακά στοιχεία τα οποία χαρακτηρίζονται από συνθετότητα και πολυπλοκότητα.
Η πλέον πρόσφατη και χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση είναι η γνωστή σε όλους αγορά των κρυπτονομισμάτων. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο όρος κρυπτονομίσματα, τουλάχιστον όσον αφορά τις περιπτώσεις με τις οποίες το ευρύ κοινό είναι περισσότερο εξοικειωμένο, είναι ανακριβής, αν όχι παραπλανητικός.
Ο όρος κρυπτονομίσματα καθιερώθηκε κυρίως ως αποτέλεσμα του αρχικού στόχου, ίσως και οράματος, του εμπνευστή και σχεδιαστή του πρώτου κρυπτονομίσματος, του γνωστού σε όλους bitcoin. Το αρχικό λοιπόν όραμα ήταν η χρήση του ως μέσου συναλλαγών έτσι ώστε να παρακαμφθεί το παραδοσιακό τραπεζικό σύστημα, επιτρέποντας αδιαμεσολάβητες (peer-to-peer) συναλλαγές μεταξύ οικονομικά δρώντων.
Όπως έχει δείξει η Ιστορία τα τελευταία τουλάχιστον 15 έτη, αυτός ο στόχος δεν επετεύχθη διότι τα κρυπτονομίσματα αυτού του τύπου δεν είναι σε θέση να επιτελέσουν και τις τρεις λειτουργίες του Χρήματος, όπως αυτές ορίζονται από την Μακροοικονομική Θεωρία. Ίσως το βασικότερο πρόβλημα για την ανεπιτυχή λειτουργία τους ως Χρήμα να αποτελεί η πολύ μεγάλη μεταβλητότητα της ονομαστικής αξίας των κρυπτονομισμάτων τέτοιου τύπου.
Επομένως, αντί του όρου κρυπτονομίσματα, ο όρος κρυπτοπεριουσιακά στοιχεία είναι πιο δόκιμος και ακριβής. Το συνθετικό «κρύπτο» προφανώς είναι ακριβές διότι αυτού του τύπου τα περιουσιακά στοιχεία βασίζονται στην κρυπτογράφηση και κατά κανόνα στο blockchain. Το συνθετικό «περιουσιακά» είναι πιο ακριβές διότι στην πράξη χρησιμοποιούνται ως περιουσιακά στοιχεία από επενδυτές με σκοπό την επίτευξη απόδοσης και κέρδους, και πολύ λιγότερο για τη διενέργεια και την υποστήριξη συναλλαγών ή τη διαχρονική μεταφορά πόρων.
Μέσα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα η κρυπτοαγορά κατέγραψε ραγδαία αύξηση, τόσο σε όρους κεφαλαιοποίησης, όσο και πλήθους διακριτών κρυπτοπεριουσιακών στοιχείων. Το πλήθος αυτών, ξεκινώντας από το πρώτο της κατηγορίας του (bitcoin), αριθμεί σήμερα δεκάδες χιλιάδες διακριτά κρυπτοπεριουσιακά στοιχεία καθώς επίσης και πολυάριθμες κατηγορίες τέτοιων κρυπτοστοιχείων.
Ανάμεσα σε αυτές τις πολλές κατηγορίες συγκαταλέγονται και τα επονομαζόμενα stablecoins. Αυτά θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πώς έρχονται να θεραπεύσουν το βασικό πρόβλημα που αναφέρθηκε νωρίτερα (τη μεγάλη μεταβλητότητα της ονομαστικής αξίας), με σκοπό να λειτουργήσουν ως Χρήμα υποστηρίζοντας οικονομικές συναλλαγές.
Η βασική αρχιτεκτονική των stablecoins είναι η σταθερότητα της τιμής τους, εξού και το όνομά τους, υπό την έννοια ότι υπόσχονται μια σταθερή σχέση ανταλλαγής έναντι κάποιου σημείου αναφοράς, για παράδειγμα το αμερικανικό δολάριο.
Τα stablecoins φιλοδοξούν να συνδυάσουν αφενός τα θετικά χαρακτηριστικά των κρυπτοπεριουσιακών στοιχείων, όπως την κρυπτογράφηση, την ταχύτητα συναλλαγών, το χαμηλό συναλλακτικό κόστος και την απουσία ανάγκης διαμεσολάβησης, και αφετέρου τη χαμηλή μεταβλητότητα της ονομαστικής αξίας επιτρέποντας την εκτεταμένη χρήση τους στις καθημερινές συναλλαγές.
Υπάρχουν διάφοροι μηχανισμοί διατήρησης της σταθερότητας της τιμής, οι οποίοι όμως είναι πέρα και έξω από το πλαίσιο του παρόντος άρθρου. Επίσης η αποτελεσματικότητα όσον αφορά τη διατήρηση της σταθερότητας της τιμής είναι μείζον ζήτημα τόσο για τους εμπλεκόμενους χρήστες στην αγορά όσο και για την ακαδημαϊκή κοινότητα και αποτελεί αντικείμενο της τρέχουσας ερευνητικής δραστηριότητας.
Σημαντική εξέλιξη επίσης αποτελεί το γεγονός ότι πολλές κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο βρίσκονται στη φάση σχεδιασμού ή ακόμα και υλοποίησης ψηφιακών εκδοχών των παραδοσιακών νομισμάτων τους (Central bank Digital Currencies, CBDCs), όπως για παράδειγμα το digital euro.
Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι αυτή η εξέλιξη μπορεί να αποδοθεί σε τουλάχιστον τρεις βασικές αιτίες: Πρώτον, πως ήρθε ως αντίδραση στον σχεδιασμό κρυπτονομισμάτων από τεχνολογικούς κολοσσούς, δεύτερον από τη ραγδαία αύξηση τον stablecoins, και τρίτον, σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα τυχαιότητας, στην κατακόρυφη αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών κατά την περίοδο της πανδημίας.
Οι δύο πρώτες αιτίες θα μπορούσαν να επιφέρουν ευθεία αμφισβήτηση της χρήσης των παραδοσιακών νομισμάτων τα οποία εκδίδονται από τις κεντρικές τράπεζες, με τις συνεπακόλουθες δυσμενείς επιπτώσεις στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής.
Στο μέλλον δεν είναι απίθανο να ατονήσει το ενδιαφέρον του ευρύ κοινού ως προς τα κρυπτοπεριουσιακά στοιχεία. Ωστόσο, αυτό που φαίνεται πλέον ως δεδομένο είναι η διεύρυνση και η εμβάθυνση της χρήσης της τεχνολογίας blockchain σε όλους τους τομείς και κλάδους της οικονομικής και όχι μόνο, ζωής. Επίσης η χρήση και υιοθέτηση των ψηφιακών εκδοχών, τουλάχιστον των πολύ ισχυρών νομισμάτων τα οποία χρησιμοποιούνται και στις διεθνείς συναλλαγές ως reserve currencies, πρέπει να θεωρείται μονόδρομος.