Πώς Καινοτομούν οι Ελληνικές Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις;
ΑΦΙΕΡΩΜΑ - Η Δυναμική των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων
Της Καθηγήτριας ΕΙΡΗΝΗΣ ΒΟΥΔΟΥΡΗ,
Πρόεδρου Τμήματος Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας του ΟΠΑ
και
της ΙΩΑΝΝΑΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ,
Επίκουρης Καθηγήτριας Τμήματος Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας του ΟΠΑ
Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό πίνακα επιδόσεων καινοτομίας/ European Innovation Scoreboard 2024 οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας στην καινοτομία είναι μέτριες, στο 77,5% του μέσου όρου της ΕΕ, όμως οι μικρομεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις φαίνεται να εισάγουν καινοτομίες σε προϊόντα και διαδικασίες με αυξανόμενο ρυθμό. Πώς καινοτομούν όμως οι ελληνικές επιχειρήσεις;
Ας ξεκαθαρίσουμε καταρχάς τι είναι καινοτομία. Πρόκειται ουσιαστικά για τη δημιουργία και χρήση νέας γνώσης προκειμένου να σχεδιαστεί, αναπτυχθεί και εμπορευματοποιηθεί ένα νέο προϊόν ή υπηρεσία που βρίσκει θετική ανταπόκριση στην αγορά. Εκτός από προϊόντα και υπηρεσίες η καινοτομία μπορεί να αφορά σε διαδικασίες, για παράδειγμα στην παραγωγή, στο μάρκετινγκ, στην εφοδιαστική αλυσίδα, ή σε επιχειρηματικά μοντέλα δηλαδή στην αλλαγή της προσφοράς αξίας στον πελάτη, μέσω αλλαγών στην πώληση και τη διανομή μεταξύ άλλων. Ανεξαρτήτως τύπου, η καινοτομία μπορεί να είναι ριζική ή σταδιακή, ανάλογα με το πόσο αλλάζει και απαξιώνει υπάρχουσες ικανότητες της επιχείρησης.
Η καινοτομία στις επιχειρήσεις είναι μια πολύπλοκη διαδικασία που προϋποθέτει σύνθετες γνώσεις και ικανότητες, τεχνολογικές, παραγωγικές και μάρκετινγκ, οι οποίες πρέπει να ενορχηστρώνονται αρμονικά σε ένα σύστημα παραγωγής καινοτομίας. Ενώ οι επιμέρους διαστάσεις αυτού του συστήματος είναι δυνατό να αποκτηθούν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, η απαραίτητη για την καινοτομία «μετα-ικανότητα» ενορχήστρωσης δημιουργείται σταδιακά, είτε μέσα στην επιχείρηση, είτε μέσα από δικτυώσεις και συνεργασίες με άλλους φορείς, και δεν αντιγράφεται εύκολα.
Η καινοτομία λοιπόν απαιτεί καταρχάς μακροχρόνια προσπάθεια από τις επιχειρήσεις. Όμως, η δραστηριότητα των επιχειρήσεων επηρεάζεται από τις δημόσιες πολιτικές και κανονισμούς, την έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη, τους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και το ικανό ανθρώπινο δυναμικό, τις υποδομές και τους υποστηρικτικούς μηχανισμούς, την εθνική κουλτούρα καινοτομίας και επιχειρηματικότητας. Όλα μαζί διαμορφώνουν ένα οικοσύστημα που προωθεί και υποστηρίζει την άσκηση καινοτομικής δραστηριότητας. Σε αυτό το οικοσύστημα, καθοριστικής σημασίας είναι η ύπαρξη μηχανισμών διασύνδεσης μεταξύ φορέων και θεσμών που διασφαλίζουν την κυκλοφορία της γνώσης, την οικοδόμηση ικανοτήτων και τελικά την ανάπτυξη της καινοτομίας από τις επιχειρήσεις.
Στη χώρα μας, αυτό το οικοσύστημα είναι κατακερματισμένο, με τους επιμέρους φορείς που το συγκροτούν να κινούνται με διαφορετική ταχύτητα και συχνά προσανατολισμό. Ενώ οι δημόσεις δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη, που διαχρονικά ήταν χαμηλές ανέρχονται πλέον στο 103,3% του μέσου της ΕΕ, οι επιχειρήσεις υστερούν, με τις δαπάνες από τον ιδιωτικό τομέα να ανέρχονται μόλις στο 51,9% του μέσου της ΕΕ. Πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα υλοποιούν βασική και εφαρμοσμένη έρευνα, όμως δημιουργούν ελάχιστες επιχειρήσεις ως spin-offs. Επιπλέον, παρότι γίνονται σημαντικά βήματα προς την ενίσχυση της διάχυσης της γνώσης, τα αποτελέσματα της ερευνητικής τους δραστηριότητας δεν αξιοποιούνται συστηματικά με την εφαρμογή τους από τις επιχειρήσεις. Οι Έλληνες ερευνητές παράγουν πολλές και συχνά υψηλού επιπέδου επιστημονικές δημοσιεύσεις, όμως η έρευνά τους δεν οδηγεί σε πατέντες. Παρά την ανάπτυξη του χρηματοδοτικού κεφαλαίου υψηλού κινδύνου την τελευταία δεκαετία, οι σχετικές επενδύσεις ανέρχονται μόλις στο 57% του μέσου της ΕΕ. Το ανθρώπινο κεφάλαιο, ο σημαντικότερος ίσως πόρος για την καινοτομία, συχνά σταδιοδρομεί στο εξωτερικό με τις ελληνικές επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν περιορισμούς στην κάλυψη των αναγκών τους.
Και όμως, παρά τους περιορισμούς και τις προκλήσεις, οι μικρομεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις εισάγουν νέα προιόντα και διαδικασίες σε ποσοστά που αγγίζουν το διπλάσιο του μέσου της ΕΕ. Στην πλειονότητα τους προβαίνουν σε σταδιακές καινοτομίες ακολουθώντας. ένα μοντέλο βασισμένο στην υιοθέτηση και απορρόφηση τεχνολογίας που παράγεται από άλλους, με μικρή πρωτογενή Ε&Α, στηριζόμενοι σε συνεργατικούς σχηματισμούς και κοινή δράση για π.χ. προώθηση πωλήσεων, αγορές υλικών, παραγγελίες. Φαίνεται λοιπόν ότι ακολουθούν μια «αποτελεσματική προσέγγιση» της καινοτομίας αξιοποιώντας ότι πόρους έχουν διαθέσιμους, επενδύοντας μόνο «όσα αντέχουν να χάσουν» προκειμένου να μειώσουν το κόστος πιθανής αποτυχίας, «πειραματιζόμενοι» με βελτιώσεις στα προσφερόμενα προϊόντα και τις διαδικασίες τους, διατηρώντας «ευελιξία» προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις του περιβάλλοντος και δημιουργώντας σχέσεις και συνεργασίες που τους βοηθούν να συν-διαμορφώσουν ικανότητες για καινοτομία.
Η τυπική μικρομεσαία ελληνική επιχείρηση θα αντέξει στον χρόνο αν καταφέρει να ενσωματώσει στη μακροχρόνια λειτουργία της την ικανότητα να χτίζει σχέσεις και να συν-δημιουργεί. Αυτή η προσπάθεια ωστόσο θα πρέπει να υποστηριχθεί και από ένα ενιαίο πλαίσιο δημόσιων πολιτικών, το οποίο θα στοχεύει στη διαρκή βελτίωση της ποιότητας των μηχανισμών δημιουργίας, διασύνδεσης και διάχυσης γνώσης τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.