Τραπεζικός ανταγωνισμός, περιθώρια επιτοκίου και ανάπτυξη
ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Οικονομικές και χρηματοπιστωτικές κρίσεις
Της ΕΛΕΝΗΣ ΛΟΥΡΗ,
Ομότιμης Καθηγήτριας του ΟΠΑ και πρώην Υποδιοικητού της Τράπεζας της Ελλάδος
Στο πρόσφατο Δελτίου Τύπου της Τράπεζας της Ελλάδος για τα τραπεζικά επιτόκια καταθέσεων και δανείων τον Μάιο 2023 αναδεικνύεται για άλλη μια φορά το πρόβλημα του μεγάλου επιτοκιακού περιθωρίου στην Ελλάδα, το οποίο αυξάνεται κάθε μήνα.
Έτσι, ενώ το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των νέων καταθέσεων αυξήθηκε κατά 3 μονάδες βάσεις σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα και διαμορφώθηκε στο 0,28%, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο όλων των νέων δανείων αυξήθηκε κατά 19 μονάδες βάσεις και έφτασε το 6,04%. Αυτή η διαφορά διεύρυνε το περιθώριο επιτοκίου (από το οποίο επωφελούνται οι τράπεζες) στο 5,76% τον Μάιο από 5,60% τον Απρίλιο και 5,50% τον Μάρτιο.
Για να μπορούν οι τράπεζες να απολαύσουν αυτό το μεγάλο περιθώριο επιτοκίου (όταν στην ευρωζώνη είναι γύρω στο 3%) δανείζουν μια μικρομεσαία επιχείρηση με 6,13-7,07%, ενώ αποδίδουν στον καταθέτη ελάχιστα. Είναι προφανές ότι τα υψηλά επιτόκια δανείων πιέζουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις αυξάνοντας τον κίνδυνο είτε να αποφύγουν τη δανειοδότηση (και επομένως να μην αναπτυχθούν) είτε να μην μπορέσουν να αποπληρώσουν. Από την άλλη, τα χαμηλά επιτόκια καταθέσεων αποθαρρύνουν τις καταθέσεις, η καθαρή ροή των οποίων το διάστημα Ιανουαρίου – Απριλίου 2023 ήταν αρνητική. Μειωμένη ήταν επίσης το ίδιο διάστημα και η καθαρή ροή τραπεζικής χρηματοδότησης προς την πραγματική οικονομία.
Η ενίσχυση του ανταγωνισμού στον τραπεζικό τομέα μόνο θετικές επιπτώσεις αναμένεται να έχει για την ανάπτυξη της οικονομίας
Οι διαφορές στα επιτόκια δημιουργούν τη θεμιτή απορία αν τα τραπεζικά κέρδη όσο απαραίτητα και αν είναι για την ισχυρή κεφαλαιοποίηση των τραπεζών και κατ’ επέκταση για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, μπορούν να στηρίζονται τόσο μεροληπτικά αφενός στην υπερχρέωση νοικοκυριών και επιχειρήσεων και αφετέρου σε ασήμαντες αποδόσεις.
Παρ’όλα τα θετικά κέρδη των τραπεζών ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας CET1 μειώθηκε στο 13,4% τον Μάρτιο 2023 από 14,4% τον Δεκέμβριο 2022 και ο συνολικός δείκτης κεφαλαίου μειώθηκε σε 16,5% από 17,4% αντίστοιχα, χαμηλότερα από τους αντίστοιχους μέσους της ευρωζώνης. Ομοίως, η ποιότητα του χαρτοφυλακίου όπως μετριέται από τον δείκτη Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ) χειροτέρεψε οριακά από 8,7% τον Δεκέμβριο 2022 σε 8,8% τον Μάρτιο 2023 κυρίως λόγω της μείωσης του παρονομαστή, δηλαδή των δανείων. Αυτό ενόσω μια νέα γενιά ΜΕΔ δεν μπορεί να αποκλειστεί σαν συνέπεια των αυξήσεων των επιτοκίων αλλά και της χαμηλότερης ανάπτυξης και ενώ ο δείκτης ΜΕΔ στην ευρωζώνη είναι γύρω στο 2%.
Οι Ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις. Έχουν ανάγκη να διατηρήσουν υψηλή κερδοφορία αλλά και να μειώσουν περαιτέρω τα ΜΕΔ. Όπως επίσης να βελτιώσουν την ποιότητα των κεφαλαίων τους, 50% των οποίων είναι αναβαλλόμενος φόρος. Όμως, δεν είναι καλή επιλογή η στήριξη της κερδοφορίας σε ένα συνεχώς αυξανόμενο περιθώριο επιτοκίου γιατί οδηγεί σε μείωση στη ζήτηση δανείων και καθυστερεί την ανάπτυξη τροφοδοτώντας ένα φαύλο κύκλο.
Η υπερ-συγκέντρωση του τραπεζικού κλάδου στη χώρα μας μετά την κρίση του 2010-2015 και την αναγκαστική σταθεροποίηση με άξονα τις 4 συστημικές τράπεζες, οδήγησε σε έλλειψη ανταγωνισμού που επιτρέπει μονοπωλιακές πρακτικές, όπως τα μεγάλα επιτοκιακά περιθώρια με όλες τις αρνητικές τους συνέπειες. Η ανάδειξη ενός πέμπτου τραπεζικού πόλου μπορεί να έχει ευρύτερες θετικές επιπτώσεις, όπως και η χορήγηση αδειών σε νέα πιστωτικά ιδρύματα.
Ο αυξημένος ανταγωνισμός θα συμπιέσει τα επιτόκια και τα κέρδη. Όμως, αναμένονται σύντομα δυο θετικές εξελίξεις που θα βοηθήσουν τις τράπεζες. Πρώτον, η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου θα οδηγήσει σε αντίστοιχη αναβάθμιση των τραπεζών και μείωση στο κόστος δανεισμού τους από τις αγορές. Και δεύτερον, η εντατικότερη χρησιμοποίηση πόρων από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αλλά και τα προγράμματα ενίσχυσης πιστώσεων της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων θα ενισχύσουν τις επιχειρήσεις και την ανάπτυξη.
Επομένως, παρ’όλες τις αυξημένες προκλήσεις και την αβεβαιότητα των καιρών, η ενίσχυση του ανταγωνισμού στον τραπεζικό τομέα μόνο θετικές επιπτώσεις αναμένεται να έχει για την ανάπτυξη της οικονομίας μας.