Πράσινη μετάβαση και αναδυόμενες οικονομίες

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Η οικονομική πολιτική στην εποχή της κλιματικής αλλαγής

Της ΕΥΗΣ ΠΑΠΠΑ,
Αντιπροέδρου Επιτροπής Επιχειρηματικού Κύκλου της Ευρωζώνης, Εξωτερικού Μέλους του Πορτογαλικού Συμβουλίου Δημόσιων Οικονομικών, Καθηγήτριας στο Universidad Carlos III de Madrid

 

Η αυξανόμενη ζήτηση ενέργειας στις αναδυόμενες οικονομίες - οι οποίες, αν και μεμονωμένα μπορεί να μην συμβάλλουν σημαντικά στις παγκόσμιες εκπομπές CO2, συλλογικά έχουν όμως σημαντικό αντίκτυπο - παρουσιάζει σημαντικές προκλήσεις και ευκαιρίες.

Η αλληλεπίδραση μεταξύ της παραγωγής ενέργειας και του περιβάλλοντος αποτελεί κρίσιμο ζήτημα. Τα ορυκτά καύσιμα αποτελούν σημαντική πηγή εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, τα οποία συμβάλλουν στην κλιματική αλλαγή, ενώ επιβαρύνουν την ποιότητα του αέρα και την ανθρώπινη υγεία.

Ενώ τα ορυκτά καύσιμα εξακολουθούν στις αναδυόμενες οικονομίες να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παραγωγή ενέργειας, υπάρχει επίσης αύξηση της διείσδυσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο ενεργειακό τους μείγμα. Ωστόσο, η εξισορρόπηση της ανάγκης για παραγωγή ενέργειας με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις και την πρόσβαση στην ενέργεια είναι ένα σύνθετο ζήτημα και απαιτεί σημαντικές επενδύσεις και αλλαγές πολιτικής.

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ανησυχούν ότι η μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα σε μια πιο πράσινη οικονομία μπορεί να αυξήσει τον πληθωριστικό κίνδυνο

 

Στις αναδυόμενες οικονομίες, η παραγωγή ενέργειας αυξάνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια για να καλύψει την αυξανόμενη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας. Πολλές από αυτές τις χώρες βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στα ορυκτά καύσιμα όπως ο άνθρακας, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, τα οποία ενέχουν σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, όπως οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και η ατμοσφαιρική ρύπανση.

Ένας από τους κύριους μοχλούς πίσω από την αυξανόμενη ζήτηση ενέργειας στις αναδυόμενες οικονομίες είναι η οικονομική ανάπτυξη. Καθώς αυτές οι χώρες αναπτύσσονται και οι πληθυσμοί τους αυξάνονται, υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη για ηλεκτρική ενέργεια για την τροφοδοσία κατοικιών, επιχειρήσεων και βιομηχανιών. Αυτό οδήγησε σε σημαντικές επενδύσεις σε ενεργειακές υποδομές, συμπεριλαμβανομένων σταθμών ηλεκτροπαραγωγής, γραμμών μεταφοράς και δικτύων διανομής.

Η Κίνα, η Ινδία και άλλες ασιατικές χώρες πρωτοστατούν στην παραγωγή ενέργειας. Η Κίνα, ειδικότερα, έχει επενδύσει σε μεγάλο βαθμό σε σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα για να καλύψει τις ενεργειακές της ανάγκες. Ωστόσο, έχει επίσης αυξήσει τις επενδύσεις της σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) όπως η ηλιακή και η αιολική ενέργεια. Η Ινδία, από την άλλη πλευρά, έχει επικεντρωθεί περισσότερο στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, θέτοντας φιλόδοξους στόχους για την ικανότητα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Στη Λατινική Αμερική, η Βραζιλία έχει επενδύσει σε μεγάλο βαθμό σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως η υδροηλεκτρική ενέργεια και η ενέργεια από βιομάζα. Η χώρα διερευνά επίσης το δυναμικό της αιολικής και ηλιακής ενέργειας και έχει θέσει ως στόχο να αυξήσει τη δυναμικότητα  ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο 45% έως το 2030. Το Μεξικό είναι μια άλλη χώρα στην περιοχή που έχει επενδύσει σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, με στόχο να καλύπτει το 35%  της ηλεκτρικής ενέργειας που χρειάζεται από καθαρές πηγές έως το 2024.

Η Αφρική έχει σημαντικό αναξιοποίητο ηλιακό και αιολικό δυναμικό. Ωστόσο, πολλές χώρες αυτής της ηπείρου εξακολουθούν να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τα ορυκτά καύσιμα για την παραγωγή ενέργειας. Η Νότια Αφρική είναι ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς ενέργειας στην περιοχή, με σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα να παρέχουν το μεγαλύτερο μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας. Ωστόσο, η χώρα έχει επίσης αυξήσει τις επενδύσεις της σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Τα ορυκτά καύσιμα εξακολουθούν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παραγωγή ενέργειας στις αναδυόμενες οικονομίες, παρά την ύπαρξη σχεδίων για επενδύσεις σε ΑΠΕ. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτέςοι χώρες δεν διαθέτουν τους πόρους ή την τεχνολογία για να στραφούν σε ικανό βαθμό προς ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Επιπλέον, τα ορυκτά καύσιμα είναι συχνά φθηνότερα και πιο αξιόπιστη πηγές ενέργειας, καθιστώντας τα πιο ελκυστικά σε χώρες με περιορισμένους πόρους.

Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας όπως η ηλιακή και η αιολική ενέργεια προσφέρουν μια καθαρότερη εναλλακτική λύση στα ορυκτά καύσιμα. Ωστόσο, υπάρχουν επίσης περιβαλλοντικές ανησυχίες που σχετίζονται με την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Η παραγωγή ηλιακών συλλεκτών και ανεμογεννητριών απαιτεί σημαντικές ποσότητες πόρων και μπορεί να οδηγήσει σε υποβάθμιση του περιβάλλοντος εάν δεν γίνεται σωστή διαχείριση.

Η αλληλεπίδραση μεταξύ της παραγωγής ενέργειας και του περιβάλλοντος περιπλέκεται περαιτέρω από θέματα πρόσβασης στην ενέργεια και φτώχειας. Πολλοί άνθρωποι στις αναδυόμενες οικονομίες εξακολουθούν να στερούνται πρόσβασης στην ηλεκτρική ενέργεια, κάτι που μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής τους. Ωστόσο, η παροχή πρόσβασης στην ηλεκτρική ενέργεια μπορεί επίσης να οδηγήσει σε αυξημένη κατανάλωση ενέργειας και περαιτέρω περιβαλλοντικές επιπτώσεις.

Η κλιματική αλλαγή και οι οικονομικές της συνέπειες, όπως η άνοδος της στάθμης της θάλασσας και οι φυσικές καταστροφές, είναι πιεστικά ζητήματα που απαιτούν επανεκτίμηση των μη ανανεώσιμων πόρων και της ενέργειας που βασίζεται στα ορυκτά σε όλες τις οικονομίες. Αυτό με τη σειρά του απαιτεί αξιολόγηση του μακροοικονομικού αντίκτυπου της πράσινης μετάβασης με έμφαση στην αλληλεπίδραση μεταξύ της πράσινης μετάβασης, του πληθωρισμού και των επιπτώσεων της πολιτικής για τις αναδυόμενες οικονομίες. Η πράσινη μετάβαση επηρεάζει τη δυναμική των τιμών και τον πληθωρισμό μεταβάλλοντας τις σχετικές τιμές της ενέργειας και των λοιπών συντελεστών παραγωγής καθώς και το συνολικό επίπεδο τιμών. Η μετάβαση καθοδηγείται από τις αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας, οι οποίες επηρεάζουν το κόστος και τις αποφάσεις παραγωγής των επιχειρήσεων, καθώς και τις τιμές καταναλωτή και τις νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές.

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ανησυχούν ότι η μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα σε μια πιο πράσινη οικονομία μπορεί να αυξήσει τον πληθωριστικό κίνδυνο, ειδικά για τις αναδυόμενες οικονομίες, οι οποίες συχνά λειτουργούν σε περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από προκυκλικές - κρατικές δαπάνες, δυσανεξία χρέους και χρηματοδότηση με βάση τον φόρο πληθωρισμού. Επιπλέον, η μετάβαση μπορεί να δημιουργήσει κόστος που επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα αυτών των οικονομιών, οι οποίες είναι συνήθως μικρές και ανοιχτές.

Η πράσινη μετάβαση θέτει προκλήσεις και πρέπει να γίνουν θυσίες για την επίτευξη μιας πιο πράσινης παγκόσμιας οικονομίας

 

Η πράσινη μετάβαση που προκαλείται από μόνιμες αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας που παράγεται από ορυκτά καύσιμα (brown energy) μοιραία οδηγεί σε βραχυπρόθεσμη άνοδο του πληθωρισμού, μαζί με σημαντική και επίμονη πτώση της παραγωγής. Η νομισματική πολιτική μπορεί να μειώσει τις βραχυπρόθεσμες πληθωριστικές πιέσεις αλλά με το κόστος των ακόμη υψηλότερων απωλειών παραγωγής. Η δημοσιονομική πολιτική που περιλαμβάνει φόρους άνθρακα, πράσινες επιδοτήσεις και επενδύσεις σε υποδομές πράσινων κεφαλαίων, μπορεί να βοηθήσει στον μετριασμό των απωλειών παραγωγής.

Ο φόρος άνθρακα μπορεί να επιταχύνει την πράσινη μετάβαση, αλλά συνοδεύεται από πληθωριστικές πιέσεις και απώλειες παραγωγής. Οι επιδοτήσεις και οι δημόσιες επενδύσεις σε πράσινο κεφάλαιο, από την άλλη πλευρά, έχουν τη δυνατότητα να επιταχύνουν τη μετάβαση χωρίς να δημιουργήσουν πληθωριστικές πιέσεις ή κόστος παραγωγής. Διαφορετικές επιλογέςδημοσιονομικής πολιτικής συνεπάγονται διαφορετικό δημοσιονομικό κόστος, και έχουν διαφορετικές επιπτώσεις στην συμπεριφορά του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ και των περιθωρίων στα επιτόκια δανεισμού. Ανάλογα με τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε οικονομίας, διαφορετικές επιλογές πολιτικής μπορεί να είναι προτιμότερες και λάθος επιλογές πολιτικής μπορεί να αποβούν δαπανηρές. Η φορολόγηση του άνθρακα συνιστάται εάν ο στόχος είναι η μείωση της παγκόσμιας χρήσης ενέργειας από μη ανανεώσιμους πόρους, ακόμη και  υπό την δαμόκλειο σπάθη του πληθωρισμού και των βραχυπρόθεσμων απωλειών στην παραγωγή. Από την άλλη πλευρά, εαν οι προτιμήσεις των ασκούντων την οικονομική πολιτική και της ίδιας της κοινωνίας διάκεινται ευνοϊκά στο ζήτημα της στροφής προς βιώσιμα αγαθά, οι επενδύσεις σε πράσινες δημόσιες υποδομές παρέχουν μια μετάβαση χωρίς πληθωρισμό, αυξημένη χρήση πράσινης ενέργειας και ελάχιστο κόστος παραγωγής και δημοσιονομικό κόστος.

Συμπερασματικά, η πράσινη μετάβαση θέτει προκλήσεις και πρέπει να γίνουν θυσίες για την επίτευξη μιας πιο πράσινης παγκόσμιας οικονομίας, ενώ κατά τον σχεδιασμό και την εφαρμογή μεταβατικών πολιτικών πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και τους στόχους κάθε οικονομίας. Με αυτόν τον τρόπο, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μπορούν να μετριάσουν τις πιθανές πληθωριστικές πιέσεις, να ελαχιστοποιήσουν τις απώλειες στην παραγωγή και να προωθήσουν την βιώσιμη ανάπτυξη.

 

Επιστροφή στο ΤΕΥΧΟΣ 48ο – ΙΟΥΛΙΟΣ 2023