Ο ρόλος της ανάλυσης δεδομένων στην υποστήριξη της Δικαιοσύνης

Πώς να λύσετε ένα έγκλημα χρησιμοποιώντας εγκληματολογική Στατιστική


ΑΦΙΕΡΩΜΑ:  Νέα Εποχή σε Ανάλυση Δεδομένων και Στατιστική

 

Tου FRANCO TARONI,
Καθηγητή Εγκληματολογικής Στατιστικής
στη Σχολή Εγκληματολογικής Δικαιοσύνης,
Πανεπιστήμιο της Λωζάνης (Ελβετία)

και της

SILVIA BOZZA,
Αναπληρώτριας Καθηγήτριας στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών,
Πανεπιστήμιο Ca’ Foscari της Βενετίας (Ιταλία) και Ερευνήτριας στη Σχολή Εγκληματολογικής Δικαιοσύνης,
Πανεπιστήμιο της Λωζάνης (Ελβετία)

 

Η εγκληματολογική επιστήμη και η ιατροδικαστική βασίζονται σε ένα σύνολο επιστημονικών αρχών και τεχνικών μεθόδων με σκοπό να βοηθήσουν σε ζητήματα νομικών διαδικασιών, όπως ποινικές, αστικές ή διοικητικές έρευνες. Επιδιώκουν να βοηθήσουν στην απόδειξη της ύπαρξης ή της προηγούμενης εμφάνισης γεγονότων νομικού εν-διαφέροντος, όπως ένα έγκλημα. Η επιστήμη της εγκληματολογίας, ειδικότερα, βοηθά τους διάφορους συμμετέχοντες στο δικαστικό σύστημα, όπως ανακριτές, εισαγγελείς και φορείς λήψης αποφάσεων εν γένει, στην εξέταση γεγονότων που σχετίζονται με πρόσωπα ενδιαφέροντος και ανακαλυφθέντα ίχνη. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει την ανάλυση της φύσης των υγρών και άλλων υλικών, όπως ίνες από υφάσματα ή ρούχα, χειρόγραφα έγγραφα, γυαλιά και θραύσματα μπογιάς ή χρωμάτων. Η ιατροδικαστική, με τη σειρά της, βοηθά το δικαστικό σύστημα προσφέροντας πληροφορίες σε διάφορους τομείς, όπως η αιτία θανάτου και η εκτίμηση της ηλικίας των εν ζωή ατόμων.

Γενικότερα, οι διάφοροι επιστημονικοί τομείς της εγκληματολογίας ενδιαφέρονται για αντικείμενα όπως η διερεύνηση εγκλημάτων και η άμεση εξέταση θυμάτων ή/και υπόπτων (ζωντανών ή νεκρών) καθώς και για τα αποδεικτικά στοιχεία και ίχνη που προκύπτουν από τις ενέργειές τους. Με άλλα λόγια, η επιστήμη της εγκληματολογίας βοηθά στην ανασύνθεση προηγούμενων γεγονότων δικαστικής σημασίας που είναι άγνωστα σε εμάς. Συνεπώς, επιβάλλεται να ασχολείται με τη θεμελιώδη έννοια της αβεβαιότητας. Η φυσική απάντηση στην αβεβαιότητα είναι η αναζήτηση περισσότερων πληροφοριών. Φυσικά, αυτό περιλαμβάνει την εξέταση και συγκριτική ανάλυση του λεγόμενου «αποδεικτικού υλικού» (δηλαδή, ίχνη DNA, τοξικές ουσίες, ευρήματα σκηνής του εγκλήματος, απεικόνιση δεδομένων κ.λπ.) που ακολουθείται από αξιολόγηση της αποδεικτικής ισχύος αυτών των επιστημονικών ευρημάτων εντός του συγκεκριμένου πλαισίου τού υπό διερεύνηση συμβάντος.

Ωστόσο, σε όλη την ιστορία της εγκληματολογικής επιστήμης, συμπεριλαμβανομένων των πιο πρόσφατων περιόδων, προέκυψαν σημαντικές προκλήσεις από την ανακάλυψη περιπτώσεων δικαστικής πλάνης στις οποίες τα επιστημονικά ευρήματα έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Αυτές οι υποθέσεις δημιουργούν μια συνεχή και σοβαρή ροή συζητήσεων σχετικά με την κατάσταση ορισμένων τομέων της εγκληματολογικής πρακτικής σε σχέση με τα επιστημονικά πρότυπα αξιοπιστίας. Ταυτόχρονα, πολλά δικαστήρια σε όλα τα νομικά συστήματα έχουν επανειλημμένα τονίσει την ανάγκη οι ασκούμενοι επιστήμονες να παρακολουθούν ακατάπαυστα την πρόοδο του τομέα εξειδίκευσής τους. Ακόμα πιο σημαντικό όμως είναι το γεγονός ότι οι επιστήμονες πρέπει να εξετάσουν εξονυχιστικά τόσο τη λογική που διέπει τους διάφορους τομείς πρακτικής εφαρμογής όσο και τους τρόπους με τους οποίους αξιολογούνται και παρουσιάζονται τα επιστημονικά αποτελέσματα στο συγκεκριμένο πλαίσιο.

Εγκληματολογική στατιστική είναι όρος που χρησιμοποιείται για τον κλάδο που αντιμετωπίζει ζητήματα συμπερασμάτων και λήψης αποφάσεων στο δικαστικό σύστημα και αντιπροσωπεύει έναν σημαντικό κλάδο της σύγχρονης στατιστικής επιστήμης

Σήμερα, πολλές από τις αποκαλούμενες παραδοσιακές πρακτικές ιατροδικαστικής αναγνώρισης (π.χ. αυτές που αφορούν αμφισβητούμενα έγγραφα, οδοντοστοιχίες, εικόνες ακτίνων Χ) συγκρίνονται συστηματικά με καλύτερα θεμελιωμένα και καλύτερα ερευνημένα πεδία, ιδιαίτερα την εγκληματολογική ανάλυση DNA, για να επισημανθεί η έλλειψη βασικής έρευνας και η κυρίαρχη εξάρτηση από αυθαίρετες γνώμες εμπειρογνωμόνων. Πολλοί νομικοί και επιστημονικοί ερευνητές και επαγγελματίες επικαλούνται αυτή την παρατήρηση για να ζητήσουν αναθεώρηση της ερευνητικής ατζέντας, προς την πιο συστηματική συλλογή δεδομένων σε ευρέως αποδεκτούς μετρήσιμους παράγοντες και την ανάπτυξη ορθών πιθανοθεωρητικών μεθόδων αξιολόγησης και ερμηνείας αποδεικτικών στοιχείων υπό το καθεστώς της αβεβαιότητας. Ένας βασικός θεμελιώδης περιορισμός στην εγκληματολο γική επιστήμη, με τον ίδιο τρόπο όπως και στην επιστήμη γενικά, είναι ότι οι διαθέσιμες πληροφορίες είναι περιορισμένες και ελλιπείς. Αυτό σημαίνει ότι τα κατηγορηματικά συμπεράσματα για γεγονότα δικαστικού ενδιαφέροντος είναι αδύνατα. Επομένως, η συλλογιστική υπό το φως της αβεβαιότητας αντιπροσωπεύει τη συνηθισμένη περίπτωση. Το αναπόφευκτο της αβεβαιότητας οδηγεί στην ανάγκη να καθοριστεί ο βαθμός πεποίθησης που μπορεί να αποδοθεί σε ένα συγκεκριμένο αβέβαιο γεγονός ή πρόταση, όπως

«Είναι ο ύποπτος ο δότης του ανακτημένου ίχνους;»,

«Είναι η τοξική ουσία η αιτία θανάτου τον ασθενούς;» κ.λπ.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι επιστήμες που συνδέονται με την εξαγωγή συμπερασμάτων, συμπεριλαμβανομένης και της στατιστικής, μπορούν να προσφέρουν μια πολύτιμη και ουσιαστική βοήθεια, ειδικά μέσω προσέγγισης κατά Bayes. Στην πραγματικότητα, όποτε η αβεβαιότητα αναγνωρίζεται ότι ενυπάρχει σε ένα πρόβλημα στο οποίο μια στατιστική προσέγγιση είναι εφικτή, τότε αυτή η προσέγγιση μπορεί να υπηρετήσει ως ένα «αντικειμενικό» σημείο αναφοράς εφόσον καταγράφει την αβεβαιότητα με βάση μια ακριβή και συγκεκριμένη επιστημονική λογική. Η επιστημονική πρόοδος βασίζεται στην εμπειρία του παρελθόντος. Αλλά το πώς ακριβώς θα χρησιμοποιηθεί αυτή η εμπειρία για την ενημέρωση των μελλοντικών κατευθύνσεων και τη λήψη αποφάσεων αποτελεί μια θεμελιώδη πρόκληση. Με βάση αυτό που βλέπει κανείς και την υπάρχουσα γνώση, επιδιώκει να αξιολογήσει, με ποσοτικό τρόπο αν αυτό είναι δυνατόν, την αβεβαιότητά του για ένα συγκεκριμένο υπό εξέταση γεγονός.

Ωστόσο η πραγματικότητα είναι ότι αυτού του είδους η λογική για την επέκταση της γνώσης παρέχει μόνο μία ελλιπή βάση για να φτάσουμε σε ένα τελικό συμπέρασμα. Από αυτό προκύπτει ότι οι επιστημονικές συζητήσεις θα πρέπει να επικεντρώνονται ρητά στην αβεβαιότητα: δηλαδή, θα πρέπει να μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα στα πιο πιθανά και στα λιγότερο πιθανά ενδεχόμενα, αντί να επιχειρούμε να καταλήξουμε σε βέβαια συμπεράσματα (π.χ. «ο κατηγορούμενος είναι ένοχος») που δεν μπορούν να δικαιολογηθούν από τα περιορισμένα και ατελή αποδεικτικά στοιχεία που προκύπτουν στην πράξη.

Συνεπώς, η βασική ανάγκη όλων των επιστημών είναι ο ποσοτικός τρόπος διαχείρισης της αβεβαιότητας με την προσέγγιση που είναι κοινώς γνωστή ως «πιθανότητες αιτιών». Με τον όρο «αιτία» νοείται μια αβέβαιη πρόταση (π.χ. «Ο ύποπτος είναι η πηγή τον ίχνους DNA που βρέθηκε στο θύμα»). Η βασική μας εργασία στην εγκληματολογία λοιπόν είναι η διάκριση μεταξύ γεγονότων ενδιαφέροντος ή αιτιών (π.χ. στην ιατροδικαστική, η αιτία θανάτου του ασθενούς), υπό το φως συγκεκριμένων πληροφοριών που ανακτώνται από τον χώρο του εγκλήματος (δηλαδή, επιστημονικά ευρήματα).

Επιπλέον, οι καθημερινές εργασίες εξαγωγής συμπερασμάτων που αντιμετωπίζουν οι ερευνητές, οι επιστήμονες και άλλοι συμμετέχοντες σε νομικές διαδικασίες (δικαστές, εισαγγελείς και δικηγόροι) χαρακτηρίζονται όχι μόνο από μεμονωμένα στοιχεία αποδεικτικών στοιχείων, αλλά και από πολλαπλά στοιχεία που συνδέονται με μια πιθανώς περίπλοκη δομή αμοιβαίας εξάρτησης. Συνεπώς, είναι φυσικό να διερευνήσουμε λογικές διαδικασίες που μπορούν να αντιμετωπίσουν αποδεικτικά στοιχεία που προκύπτουν σε συνδυασμό και, ειδικότερα, τον τρόπο με τον οποίο πολλά αποδεικτικά στοιχεία σχετίζονται μεταξύ τους. Τέτοιες αναλύσεις φτάνουν σε περαιτέρω επίπεδα περιπλοκότητας, δηλαδή καταστάσεων που περιλαμβάνουν την ανάλυση πολλών χαρακτηριστικών/μεταβλητών και δεδομένων. Ωστόσο, η πιθανοθεωρητική προσέγγιση από μόνη της δεν αποτελεί το καταληκτικό σημείο των ιατροδικαστικών ή ιατρικών εφαρμογών στη νομική διαδικασία. Σαφώς, στο τέλος της ημέρας πρέπει να ληφθούν αποφάσεις. Μόλις η αβεβαιότητα αναγνωριστεί και ποσοτικοποιηθεί (δηλαδή γίνει μια πιθανότητα που θα εκφράζει τη βεβαιότητά μας για ένα γεγονός), ο συνδυασμός αυτής της πιθανοθεωρητικής πρότασης μαζί με την τελική απόφαση αποτελούν το βασικό χαρακτηριστικό των νομικών διαδικασιών. Για παράδειγμα, ένα Δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίσει εάν κρίνει έναν κατηγορούμενο ένοχο για το αδίκημα για το οποίο έχει κατηγορηθεί με βάση υπολογισμένες πιθανότητες που θα υποστηρίζουν ή όχι αυτό το γεγονός.

Συνεπώς, εγκληματολογική στατιστική είναι όρος που χρησιμοποιείται για τον κλάδο που αντιμετωπίζει ζητήματα συμπερασμάτων και λήψης αποφάσεων στο δικαστικό σύστημα και αντιπροσωπεύει έναν σημαντικό κλάδο της σύγχρονης στατιστικής επιστήμης. Η εγκληματολογική στατιστική εμπλέκεται στην πρόκληση να καθοδηγήσει τους ανθρώπους στη συμπερασματολογία υπό συνθήκες αβεβαιότητας, κάτι που είναι κοινό τόσο στη νομική αλλά και στην επιστήμη της εγκληματολογίας. Ολοκληρώνοντας, να σημειώσουμε ότι είναι σημαντικό να ευαισθητοποιηθούν όλοι οι άνθρωποι για την ακαδημαϊκή και κοινωνική σημασία της εγκληματολογικής στατιστικής, όχι μόνο για τη δίκαιη απονομή της δικαιοσύνης αλλά και για τον αντίκτυπό της στον κοινωνικό πολιτισμό.

Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το αντικείμενο της εγκληματολογική στατιστικής, οι ενδιαφερόμενοι αναγνώστες μπορούν να ανατρέξουν στο πρόσφατο βιβλίο των Aitken, Taroni & Bozza (2021) με τίτλο «Στατιστική και αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων για ιατροδικαστές» (John Wiley & Sons, Chichester, 3η έκδοση).

Μετάφραση και επιμέλεια:
Κέλλυ Καραγκούνη, μέλος Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού

 

Επιστροφή στο ΤΕΥΧΟΣ 44ο – ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2022